Σάββατο 17 Οκτωβρίου 2009

Οι Χιονιαδίτες ζωγράφοι


Του Γιώργου Σεφεριάδη

Στο τελευταίο χωριό της επαρχίας της Κόνιτσας, κοντά στα αλβανικά σύνορα, σε υψόμετρο 1.100 μέτρων στις πλαγιές του όρους Γράμμου, ο δρόμος σταματά. Η σφραγισμένη εκκλησία του Αγίου Αθανασίου στέκεται ως πρώτη εικόνα. Μια ελληνική σημαία ακμαία στον ιστό, η πλατεία του χωριού πλακόστρωτη με ψηλά πέτρινα πεζούλια όπως επιβάλλει το επικλινές έδαφος, με τη βρύση και τον απαραίτητο πλάτανο. Στο πάνω μέρος της πλατείας το κλειστό από το 1966 σχολείο. Τα σπίτια του χωριού, πετρόχτιστα, απλώνονται σε δύο μαχαλάδες εκατέρωθεν της πλατείας. Σιγή, και το ελληνικό φυλάκιο πιο κάτω άλλες φορές φαντάζει να φυλά το χωριό και άλλες φορές αυτό να φρουρεί τους στρατιώτες. Κάτοικοι; Ένας φύλακας και ένα δεμένο σκυλί, με τα πλατανόφυλλα να καλύπτουν ανενόχλητα τα πέτρινα καλντερίμια. Ένα ακόμη ακριτικό χωριό της Ηπείρου; Η σφραγισμένη εκκλησία του Αγίου Αθανασίου κρύβει στο εσωτερικό της ένα "μυστικό": τοιχογραφίες και έναν πλούσιο εσωτερικό διάκοσμο ζωγραφισμένο από τους κατοίκους του μικρού χωριού των Χιονιάδων, τους αλλοτινούς λαμπρούς ζωγράφους, τους περίφημους αγιογράφους. Δημιουργοί, απλοί τεχνίτες που σήμερα αξιολογούνται ως καλλιτέχνες υψηλής ποιότητας.

Μια έκτακτη καλλιτεχνική διάσταση

Οι Χιονιάδες, γειτονικό χωριό των Μαστοροχωρίων, σκαρφαλωμένοι στις δασοβριθείς κλιτείς του Γράμμου, σχεδόν κάτω από την κορφή του βουνού, υπήρξε για αιώνες, μαζί με το Καπέσοβο και τα Σουδενά στο Ζαγόρι, η γνωστή τριάδα- φυτώριο λαϊκών ζωγράφων στην Ήπειρο. Κορωνίδα των τριών αυτών εικαστικών κέντρων στάθηκαν οι Χιονιάδες.Όπως σημειώνει ο ομότιμος Καθηγητής Λαογραφίας Μ.Γ. Μερακλής "στον παραδοσιακό αγροτικό κόσμο λειτούργησε μια διαδικασία μεταστοιχείωσης αντικειμενικών όρων στέρησης και - όπως λένε οι οικονομολόγοι και οι συναφείς προς αυτούς επιστήμονες - υπανάπτυξης και καθυστέρησης, σε όρους δημιουργίας ενός πολιτισμού, που διακρίνεται από μιαν ανεπανάληπτη αισθητική. Από έναν σκληρό βιοτικό μόχθο άνθιζαν απαράμιλλα κατορθώματα της τέχνης, τόσο στενά, εξάλλου, συνδεδεμένης με τη ζωή, ώστε η ίδια η ζωή (η σκληρή, η στερημένη και καθυστερημένη) να περιέχει οργανικά και μιαν έκτακτη καλλιτεχνική διάσταση".Οι άνθρωποι εκείνοι δημιουργούσαν έναν πολιτισμό, που υπερέβαινε κατ' αρχήν τις δυνατότητές τους. Ίσως γιατί είχε σαν βάση της δημιουργίας του το αίσθημα της συλλογικότητας και γιατί έτσι ήταν σεμνός και βαθύτατα δημοκρατικός (οι Χιονιαδίτες ζωγράφοι, που υπέγραφαν τα έργα τους, ανέγραφαν τα ονόματα όλων των συνεργατών, ιεραρχικά, ανάλογα με τη συμβολή του καθενός).Ο πληθυσμός των Χιονιάδων, ενός από τα πιο μικρά χωριά της επαρχίας της Κόνιτσας, δεν ξεπέρασε ποτέ τις 350-400 ψυχές που ζούσαν με μιαν υποτυπώδη γεωργία και κτηνοτροφία. Κι όμως, εκεί γράφτηκε ένα από τα πιο λαμπρά κεφάλαια της λαϊκής μας ζωγραφικής. Εξήντα πέντε Χιονιαδίτες ζωγράφους παρουσίασε στο γνωστό βιβλίο του στις αρχές της δεκαετίας του 1980 ο Κίτσος Μακρής, ενώ σήμερα με νεότερες έρευνες είναι γνωστοί περισσότεροι.

Οι μεταφορείς πιεσμένου χιονιού

Χιονιάδες ήταν οι μεταφορείς πιεσμένου χιονιού από σκιερές ορεινές τοποθεσίες που "χόρταιναν την πολιτεία το καλοκαίρι χιόνια". Η μεταφορά χιονιού από διάφορες περιοχές δεν περιοριζόταν μόνο προς τις πολιτείες της Ηπείρου και τα κονάκια των πλούσιων Τούρκων, αλλά έφτανε ως την Κέρκυρα όπου "κομίζουν χιόνια με το πλοίο και πίνουν οι άρχοντες και ευγενείς Κερκυραίοι τες λεϊμονάδες και λοιπά καταψυκτικά και δροσιστικά ποτά".Εκτός από τους κατοίκους της Πρεμετής, των βουνών της Λιακουριάς και της Χειμάρρας και οι κάτοικοι των Χιονιάδων ασχολούνταν με το ιδιότυπο αυτό είδος εμπορίου, ίσως μάλιστα σε μεγαλύτερο ποσοστό, γι' αυτό και το χωριό τους παίρνει το όνομα Χιονιάδες.Οι άνδρες υποχρεώθηκαν να στραφούν - με τις αναγκαστικές μετακινήσεις τους από το χωριό - προς "τεχνικά" επαγγέλματα. Η ζωγραφική αναδείχθηκε σε κορυφαίο τέτοιο επάγγελμα (διακόσμηση εκκλησιών και αρχοντόσπιτων - θρησκευτική τέχνη και κοσμική συγχρόνως, κάτι πρωτοποριακό που χαρακτηρίζει τη λαϊκή ζωγραφική της περιόδου εκείνης, που συμπίπτει με την περίοδο της ανερχόμενης αστικής τάξης και του νεοελληνικού Διαφωτισμού).Οι ζωγράφοι των Χιονιάδων δεν ακολούθησαν τη συντεχνιακή επαγγελματική οργάνωση, αλλά συνέχισαν το χωρισμό σε φάρες-κοινωνικές δηλαδή ομάδες που στηρίζονταν στην κοινότητα καταγωγής από τη μεριά του πατέρα.Οι Χιονιαδίτες ζωγράφοι ως το τέλος του 18ου αιώνα ανήκαν σε δύο φάρες: στους Πασχαλάδες και τους Μαρινάδες. Πολλοί Μαρινάδες παίρνουν ως επώνυμο το επαγγελματικό τους, δηλαδή Ζωγράφος.Οι λαϊκοί αυτοί δημιουργοί ξεκινούσαν σαν μαθητευόμενοι αρχίζοντας από βοηθητικές δουλειές, όπως το τρίψιμο των χρωμάτων πάνω στο μάρμαρο, "τριβίδι", και την προετοιμασία των επιφανειών. Ύστερα προχωρούσαν στο γέμισμα ομοιόχρωμων επιφανειών επάνω στο λευκό σχέδιο (ουρανός, φορεσιές, έδαφος) και σταδιακά αναλάμβαναν περισσότερο υπεύθυνες εργασίες ώσπου, ώριμοι πια, να φτάνουν στη σχεδίαση και στο ζωγράφισμα λεπτομερειών (πρόσωπα, πτυχώσεις, κεντίδια).Το επάγγελμα έδινε στους Χιονιαδίτες ζωγράφους οικονομική άνεση που τους επέτρεπε να ζουν με κάποια αρχοντιά. Μερικοί από αυτούς είχαν τη δυνατότητα να σπουδάσουν τα παιδιά τους, παρ' όλο που είχαν πολυμελείς οικογένειες.Από τα μέσα του 19ου αιώνα οι ζωγράφοι ανεβαίνουν κοινωνικά και αρχίζουν να παίρνουν αξιώματα στο χωριό. Από το μικρό ορεινό χωριό των Χιονιάδων ξεκινάει ένας μεγάλος αριθμός ζωγράφων. Ο Γεώργιος Παΐσιος αναφέρει 31 ονόματα και 251 επιγραφές. Σε 101 χωριά και πολιτείες εξαπλώνεται το εξακριβωμένο έργο των Χιονιαδιτών ζωγράφων.Μερικοί από τους ζωγράφους, όταν βρίσκουν συνθήκες μόνιμης εργασίας σε μια περιοχή μένουν οριστικά εκεί, παντρεύονται ντόπιες, κάνουν παιδιά και θεωρούν τον εαυτό τους "πολιτογραφημένο" στην καινούργια τους πατρίδα.

Η χιονιαδίτικη ζωγραφική

Η περίπτωση της χιονιαδίτικης ζωγραφικής εντάσσεται στο γενικότερο φαινόμενο της εξειδίκευσης ορισμένων χωριών σε κάποιον χειροτεχνικό τομέα, απόρροια της ένδειας άλλων πόρων.Ως κύριο εκφραστικό της μέσο έχει το χρώμα, αντίθετα προς τη γραμμικότητα της βυζαντινής παράδοσης. Ξεκινά από ένα καθαρά λαϊκό ύφος με έντονες βυζαντινές αναμνήσεις, περνάει βαθμιαία στο "βυζαντινοαναγεννησιακό" όπως το χαρακτήρισε νεότερος χιονιαδίτης ζωγράφος, πιο σωστά σε ένα κράμα παραδοσιακών με νεορωσικά και δυτικοευρωπαϊκά στοιχεία, για να καταλήξει σε μια προσπάθεια "λογιοσύνης" που κρατάει όμως αρκετή δροσιά και αλήθεια. Παράλληλη είναι η πορεία ολόκληρης σχεδόν της ανεπίσημης ελληνικής ζωγραφικής.Τα έργα των χιονιαδιτών ζωγράφων καλύπτουν και την εκκλησιαστική και την κοσμική ζωγραφική. Ενδεικτικά παραδείγματα είναι:

1) Η Παναγιά η Βρεφοκρατούσα με τον Άγιο Ιωάννη τον Πρόδρομο του Αθανάσιου Παγώνη. 2) Ο Νεομάρτυρας Γεώργιος των Ιωαννίνων με φουστανέλα και φωτοστέφανο ζωγραφισμένος από τον Ζήκο Μιχαήλ τον Ιανουάριο του 1838 3) Ο Άγιος Αθανάσιος από την ομώνυμη εκκλησία των Χιονάδων. 4) Άλλες μορφές αγίων και αγγέλων από τον Άγιο Δημήτριο Νεοχωρίου Πηλίου 5) Η προσωπογραφία του Ρήγα Φεραίου από τον Αθ. Παγώνη, τοιχογραφία από το σπίτι του Σαραβάνη, στα Δράκια Πηλίου και άλλα κοσμικά θέματα. Κυρίως, φυσικά μοτίβα που στόλιζαν τους τοίχους αρχοντικών στο Πήλιο και το Ζαγόρι, πρέκια τζακιών και παλιές διακοσμητικές κασέλες. 6) Η τοιχογραφία του Κωνσταντίνου Παπακώστα-Μαρινά στο σπίτι του Ράδου στο Τσεπέλοβο με θέμα: "Οι γάμοι του Ναπολέοντα" (μέσα 19ου αιώνα)
Με γνήσιες επιρροές από τη λεγόμενη ηπειρωτικο-θηβαϊκή σχολή, τη ρωσική αγιογραφία του Όρους αλλά και με επιδράσεις από τη δυτικοευρωπαϊκή και αναγεννησιακή Τέχνη, τη χαλκογραφική και λιθογραφική, με ένα συγκερασμό, τέλος (στον οποίο "ακουμπούσε" η δημιουργική τους προσπάθεια) πηγαίου λαϊκού ύφους και συγκρατημένης, πλην πρόδηλης "λογιοσύνης", οι χιονιαδίτες ζωγράφοι επιβλήθηκαν στη συλλογική μνήμη ως μια ξεχωριστή περίπτωση πολιτισμού στη χώρα μας, στην ευρύτερη εικαστική του εκδοχή. Τόσο είχε απλωθεί η φήμη και η καλή τους επίδοση, ώστε από παλιά ήταν γνωστή η φράση: "Χιοναδίτης είσαι; Ζωγράφος είσαι".Οι λαϊκοί τούτοι δημιουργοί δεν περιορίστηκαν μόνο στην αγιογραφία και τις φορητές εικόνες, πάνω στις οποίες δούλευαν τον καιρό του χειμώνα ψηλά στους Χιονιάδες, μα το χρωστήρα τους συγχρόνως απασχόλησαν κι άλλες πτυχές της ζωγραφικής: η προσωπογραφία και το τοπίο, η διακόσμηση, η νεκρή φύση.Η άσκηση της ζωγραφικής ήταν υπόθεση οικογενειακή, καθώς οι νεότεροι μαθήτευαν κοντά στους έμπειρους συγγενείς τους και τους βοηθούσαν παράλληλα, ασχολούμενοι με τις δευτερεύουσες εργασίες. Ανάλογα με το βαθμό εξέλιξής τους στη ζωγραφική, συχνά γίνονταν συνεργάτες τους και τους διαδέχονταν ή έκαναν δικά τους συνεργεία με τον ίδιο τρόπο. Η ποσότητα της εργασίας και η ανάγκη για γρηγορότερη διεκπεραίωση υποδείκνυαν και τη σύνθεση των οικογενειακών, κατά βάση, συνεργείωνν, στα οποία λίγες φορές έπαιρναν συνεργάτες και μαθητές εκτός του στενού οικογενειακού περιβάλλοντος. Είναι γνωστή από κτητορική επιγραφή η συνεργασία έως πέντε ατόμων σε αγιογράφηση ναού.

Η εξόρμηση

Με τις αρχές του καλοκαιριού ξεχύνονταν, οργανωμένοι σε μπουλούκια με συγγενική, συχνά, βάση προς τον ηπειρωτικό και θεσσαλικό, κυρίως, χώρο και αναλάμβαναν την ιστόρηση ναών και μοναστηριών στις πόλεις και τα χωριά. Στο χειμωνιάτικο αποκλεισμό, στη γενέτειρά τους, ωστόσο, οι χιονιαδίτες καλλιτέχνες σφυρηλάτησαν την τέχνη τους με γνήσιο πάθος πάνω στους ανεξιχνίαστους "δρόμους" των μικρών τους κάδρων - σφυρηλατούσαν την Τέχνη και σάρκωναν τα μουχρά τους συναισθήματα. Τοιχογραφίες των χιονιαδιτών ζωγράφων, πέρα από τις πλούσιες και συχνά ενδιαφέρουσες ιστορήσεις τους σε πολλές εκκλησίες, βρίσκουμε σε αρχοντικά του Ζαγορίου, της Μακεδονίας και αλλού.Η πορεία των εργασιών άρχιζε από την ετοιμασία του τοίχου με τοποθέτηση επιχρίσματος ασβέστη και προχωρούσε στην άμεση σχεδίαση και το γρήγορο χρωμάτισμα για να προλάβουν το στέγνωμα του ασβέστη, η κρούστα του οποίου σταθεροποιούσε τα χρώματα. Στα τελειώματα, που γίνονταν σε στεγνό σοβά, χρησιμοποιούσαν κόλλες. Στον καταμερισμό της εργασίας τον κύριο ρόλο έπαιζαν οι δυνατότητες του καθενός. Οι βοηθοί κάλυπταν με χρώματα τον "κάμπο", δηλαδή το φόντο και πρόπλαθαν τις απλές επιφάνειες, οι έμπειροι ζωγράφιζαν τα κτίρια, τα φορέματα, τα τοπία, και ο πρωτομάστορας ζωγράφιζε τα πρόσωπα και συμπλήρωνε τις λεπτομέρειες, ενώ είχε και τη γενική επίβλεψη του έργου.

"Χιονιαδίτης είσαι; Ζωγράφος είσαι"

Στις παλαιότερες τοιχογραφίες ακολουθείται ο καθιερωμένος εικονογραφικός κύκλος. Από τις αρχές του 19ου αιώνα υπάρχει σχετικά μεγαλύτερη ελευθερία στην επιλογή των θεμάτων και εισάγονται πολλές διδακτικές και παραινετικές προς τους πιστούς παραστάσεις, ενώ τοπία, ανθέμια και άλλα διακοσμητικά στοιχεία πλαισιώνουν το καθιερωμένο εικονογραφικό πρόγραμμα. Η συνύπαρξη πολλών συνεργείων ζωγράφων την εποχή αυτή έχει ως αποτέλεσμα και τη συνύπαρξη για λίγο διαφορετικών τεχνοτροπιών, μέχρι να κυριαρχήσει το ύφος της νεότερης. Προς το τέλος του αιώνα περιορίζεται η διακόσμηση και δίνεται έμφαση στη ρεαλιστική απόδοση των παραστάσεων.Η πατροπαράδοτη τέχνη της ιστόρησης των ναών γινόταν με τη μέθοδο "εφ' υγροίς" ή αλλιώς νωπογραφία, δηλαδή τη ζωγραφική σε φρεσκοσοβατισμένο τοίχο με χρώματα φυσικής προέλευσης σε μορφή σκόνης. Οι τεχνικές περιγράφονται στην ερμηνεία της ζωγραφικής τέχνης του Διονυσίου εκ Φουρνά, αντίτυπα και χειρόγραφα αντίγραφα της οποίας χρησιμοποιούσαν οι Χιοναδίτες ζωγράφοι. Πρέπει να θεωρηθεί βέβαιο ότι παράλληλα χρησιμοποιήθηκαν και μικτές τεχνικές, όπως η μισο-νωπογραφία ή αλλιώς ζωγραφική σε επιφάνεια, που δεν ήταν εντελώς στεγνή και γινόταν με χρώματα υδροδιαλυμένα με την προσθήκη ασβέστη.Η ζωγραφική φορητών εικόνων σε ξύλο γινόταν με τα ίδια χρώματα αλλά με την τεχνική του αυγού, που το χρησιμοποιούσαν αποκλειστικά ως συνδετικό μέσο των χρωμάτων. Αργότερα, στην τοιχογραφία και τη φορητή εικόνα χρησιμοποιήθηκε η τεχνική της ελαιογραφίας και ως επιφάνεια εργασίας και ο μουσαμάς. Οι Χιοναδίτες ζωγράφοι που έκαναν τοιχογραφίες δούλευαν όλο το χρόνο, όπως δείχνουν οι ημερομηνίες στις κτητορικές επιγραφές των ναών, κυρίως όμως από την άνοιξη ως το φθινόπωρο. Το υπόλοιπο διάστημα έμεναν στο χωριό, όπου ζωγράφιζαν φορητές εικόνες και μουσαμάδες, διακοσμούσαν κασέλες, ετοίμαζαν χρώματα τρίβοντάς τα με το τριβείο, έκαναν δηλαδή τις εργασίες που μπορούσαν να ασκήσουν σε ένα από τα δωμάτια της κατοικίας τους, το οποίο χρησιμοποιούσαν ως εργαστήριο. Όταν ήταν ανάγκη έκαναν εργαστήρια και στον τόπο εργασίας τους, όπου έμεναν για μεγάλα χρονικά διαστήματα και καμιά φορά, μόνιμα, όπως ο Παγώνης στη Δράκια Πηλίου.Το έργο των παλιότερων ζωγράφων έχει όλα τα χαρακτηριστικά της τέχνης των αρχών του 18ου αιώνα, που είναι η ύστερη φάση της μεταβυζαντινής τέχνης με έντονα τα στοιχεία της λαϊκής τεχνοτροπίας. Ο 19ος αιώνας, που κυριαρχείται από τη λαϊκότροπη ζωγραφική, έχει τους Χιονιαδίτες ως κυριότερους εκπροσώπους, με έργα τους σε ολόκληρη τη βορειοδυτική Ελλάδα και άλλες χώρες. Προς το τέλος του αιώνα και τις αρχές του 20ού κυριαρχεί η δυτικότροπη ζωγραφική, χωρίς να λείπουν και οι επιρροές της ρωσικής εικονογραφικής σχολής της εποχής. Στην αλλαγή συνέβαλε και η καθιέρωση του λαδιού ως κύριου υλικού στη ζωγραφική. Κύριος λόγος της διαμόρφωσης αυτού του ύφους ήταν η επικράτηση του ανάλογου αισθητικού ρεύματος στη ζωγραφική του ελεύθερου ελληνικού κράτους, με την επίσημη αποδοχή της τέχνης των Βαυαρών δασκάλων και στη συνέχεια των Ελλήνων καλλιτεχνών που ήταν μαθητές τους.Από τις αρχές του 19ου αιώνα υπάρχει σχετικά μεγαλύτερη ελευθερία στην επιλογή των θεμάτων, και εισάγονται πολλές διδακτικές και παραινετικές προς τους πιστούς παραστάσεις, ενώ τοπία, ανθέμια και άλλα διακοσμητικά στοιχεία πλαισιώνουν το καθιερωμένο εικονογραφικό πρόγραμμα.Αξιόλογες είναι και μερικές προσωπογραφίες με λάδι σε μουσαμά που έχουν διασωθεί, καθώς και σχέδια με μολύβι ή και με χρώμα. Οι κασέλες, τέλος, ήταν ένα ιδιαίτερο είδος χρηστικού και διακοσμητικού αντικειμένου, που συχνά οι Χιονιαδίτες ζωγράφοι αναλάμβαναν να στολίσουν με το χρωστήρα τους.Οι αρχές της χιονιαδίτικης οικογενειακής ζωγραφικής παράδοσης δεν είναι γνωστές. Η πρώτη υπογραμμένη και χρονολογημένη εικόνα είναι του 1747, ο Άγιος Γεώργιος, στο ναό Κοίμησης Θεοτόκου στη Βούρμπιανη, και η παλαιότερη χρονολογημένη επιγραφή που διασώζεται σε τοιχογραφία είναι του 1770 στη Μονή Άβελ της Βήσσανης.

Έργα

Εκτός του εκκλησιαστικού χώρου, έργα Χιονιαδιτών συναντώνται σε πολλές αρχοντικές κατοικίες στα χωριά του Ζαγορίου και στο Πήλιο, όπου φιλοτεχνήθηκαν τοιχογραφίες με ανθέμια, τοπία, παραστάσεις, νεκρές φύσεις, ανασηκωμένα παραπετάσματα και άλλα θέματα, ενώ πλούσιος είναι και ο φυτικός κυρίως διάκοσμος με λουλούδια κλαδιά, ανθοδοχεία, πλαισιωμένα με μπαρόκ διακοσμητικά στοιχεία.Ανάλογα διακοσμητικά θέματα με αυτά των Χιονιαδιτών ζωγράφων υπάρχουν και σε ζωγραφιές σπιτιών που έγιναν την ίδια περίπου εποχή σε διάφορα μέρη κυρίως της βόρειας Ελλάδας, όπως στην Καστοριά, τη Σιάτιστα, Εράτυρα-Σέλιτσα, Αμπελάκια, κ.α. Ο συγκερασμός ανατολίτικων και δυτικών διακοσμητικών στοιχείων, βυζαντινών, αναγεννησιακών, μπαρόκ, ροκοκό και αργότερα νεοκλασικών, που ήταν συνηθισμένος και χαρακτήριζε το ζωγραφικό ύφος της εποχής, συναντάται και στις γειτονικές βαλκανικές χώρες.Αξιόλογες είναι και μερικές προσωπογραφίες με λάδι σε μουσαμά που έχουν διασωθεί, καθώς και σχέδια με μολύβι ή και με χρώμα. Οι κασέλες, τέλος, ήταν ένα ιδιαίτερο είδος χρηστικού και διακοσμητικού αντικειμένου, που συχνά οι Χιονιαδίτες ζωγράφοι αναλάμβαναν να στολίσουν με το χρωστήρα τους.Γενικά οι Χιονιαδίτες ζωγράφοι ήταν φημισμένοι και "σημαντικοί αγιογράφοι", τονίζει ο Δημήτρης Σταμέλος και το δημιουργικό εικαστικό τους έργο πέρασε διαπαντός στην πνευματική και καλλιτεχνική παρακαταθήκη του λαού μας. Ολόκληρη η Βόρεια Ελλάδα βρίθει, πράγματι, από τις, συχνά, "εντυπωσιακές τοιχογραφίες" των ηπειρωτών αγιογράφων, οι πιο ικανοί και σπουδαιότεροι των οποίων κρίνονται οι Χιονιαδίτες.

Ξυλόγλυπτες και ζωγραφιστές κασέλες


"Η Ξυλογλυπτική με την Αγιογραφία αποτελούν τις δύο καλλιτεχνικές προβολές, που σημείωσαν μια ξεχωριστή και χτυπητή άνθηση στην Επαρχία της Κόνιτσας. Είναι τα δύο διαμάντια μαζί με τη λαϊκή αρχιτεκτονική, που άνθισε επίσης και αυτή στα χώματα εκείνα" (Ευριπίδης Σούρλας).Η ξυλουργική και ξυλογλυπτική φέρονται άμεσα συνδεδεμένες με τη διακοσμητική και τη λαϊκή ζωγραφική, όπως αποφαίνεται με απόλυτο τρόπο και ο παπα-Γιώργης Παΐσιος: "Ουδείς Χιονιαδίτης υπήρξε κατά τα παλαιότερα έτη ξυλουργός χωρίς να γνωρίζει και τη χρωματική και διακοσμητική τέχνη η οποία με το χρόνο εξέλιπε".Οι ξυλουργοί, όπως και οι υπόλοιποι μαστόροι της οικοδομής και οι λαϊκοί ζωγράφοι, περιφέρονταν σε όλη τη βορειοδυτική Ελλάδα, την Ήπειρο, αλλά και σε πολλά άλλα μέρη, και αναλάμβαναν κάθε είδους ξυλουργική εργασία όπως ταβάνια κατοικιών και ναών, πόρτες, ντουλάπες, σκάλες, κ.α. Οι καλύτεροι από αυτούς σκάλιζαν και τέμπλα ναών, αρχιερατικούς θρόνους, άλλες σκαλιστές ξυλοκατασκευές και νυφιάτικες κασέλες.Οι κασέλες ή καρσέλες ή σεντούκια ήταν από τα κύρια έπιπλα του παλιού σπιτιού. Από εκείνες που έχουν διασωθεί γνωστές από δημοσιεύσεις και από την παρουσία τους σε προθήκες μουσείων είναι οι Σκυριανές, οι Λεσβιακές, οι Βορειοελλαδίτικες και άλλες για τις οποίες δεν υπάρχει σχετική βιβλιογραφία.Ο κ. Σκούρτης σημειώνει: "Τα θέματα στις ζωγραφισμένες κασέλες είναι κυρίως φυτικά, όπως κλαδιά, λουλούδια, βάζα και ανθοδέσμες. Στη διακοσμητική σύνθεση υπάρχει ένα κεντρικό θέμα, ροζέτα με άνθη, ανθοδοχείο ή ζωγραφισμένη μορφή, και γύρω περιπλέκονται κλαδιά με ρόδα, φύλλα, αστερίσκους και κόκκινες ροδέλες, που κρέμονται από τα κλαδιά με τρόπο που θυμίζει τα απλωμένα από κορυφές κτιρίων υφάσματα που συνθέτουν τις παραστάσεις των βυζαντινών εικονογραφιών. Και ο υπόλοιπος φυτικός διάκοσμος των κασελών συναντάται σε διακοσμημένα τμήματα τοιχογραφιών, ενώ παρόμοια άνθη υπάρχουν ως κεντήματα σε άμφια ιεραρχών και σε υφάσματα. Τα άνθη, για παράδειγμα, που ζωγράφισε ο Σωκράτης Ζωγράφος στο ένδυμα του Αγίου Βησσαρίωνα στην Κοίμηση της Θεοτόκου στην Καμπή Άρτας ζωγραφίστηκαν σε διάφορες κασέλες από τον ίδιο στους Χιονιάδες και αλλού".

Κυριακή 16 Αυγούστου 2009

Ασπασία Μπικάκη

ΑΣΠΑΣΙΑ ΜΠΙΚΑΚΗ ΤΕΧΝΗ ΝΑΙΦ. ΚΕΝΤΗΤΕΣ ΕΙΚΟΝΕΣ ΑΠΟ ΚΟΣΜΟΥΣ ΛΗΣΜΟΝΗΜΕΝΟΥΣ
ΑΣΠΑΣΙΑ ΜΠΙΚΑΚΗ ΤΕΧΝΗ ΝΑΙΦ. ΚΕΝΤΗΤΕΣ ΕΙΚΟΝΕΣ ΑΠΟ ΚΟΣΜΟΥΣ ΛΗΣΜΟΝΗΜΕΝΟΥΣ
Συγγραφείς: Φωτεινή Λαδάκη
Θέμα: Ζωγραφική
Εκδότης: Θυμέλη
Επιμέλεια: Αθηνά Φούντα
Σελίδες: 125
Ημ. Έκδοσης: 01/01/2003

Μπικάκη Ασπασία "Η βελόνα είναι το πινέλο μου,τα νήματα τα χρώματά μου"

(1981) Θερισμός Ι (Λεπτομέρεια), Ασπασία Μπικάκη
1,85Χ70 cm Ιδιωτική συλλογή, Βόννη

ΜΠΙΚΑΚΗ ΑΣΠΑΣΙΑ - ΚΕΝΤΗΜΑ, ΕΡΓΟΧΕΙΡΟ

Μια αυθεντική Κρήτη αποτυπωμένη ολάκερη πάνω σε πίνακες κεντημένους στο χέρι, έτσι όπως την είδαν τα μάτια της «Χανιώτισσας ναϊφ», όπως την ονόμασαν, καλλιτέχνιδας Ασπασίας Μπικάκη, που γεννήθηκε στο Σφακοπηγάδι Κισσάμου: «Ανακάλυψα από πολύ νωρίς ότι διέθετα μια απίστευτη ικανότητα να ζωγραφίζω με τα κάρβουνα το κάθε τι που έβλεπα. Εκτός από αυτό όμως ήμουν και πολύ καλή μαθήτρια κι οι δάσκαλοι παρότρυναν τους γονείς μου να μη σταματήσω στο Δημοτικό αλλά να συνεχίσω και στο Γυμνάσιο. Δυστυχώς οι συνθήκες ήταν δύσκολες κι όπως όριζαν οι νόμοι του τότε, αφού είχα δυο αγόρια αδέλφια, εκείνα ήταν που είχαν την προτεραιότητα στις σπουδές κι όχι εγώ, το θηλυκό. Δεν το έβαλα όμως κάτω κι άρχισα με έναν δικό μου εντελώς τρόπο να ενημερώνομαι για όλα όσα τα άλλα παιδιά μάθαιναν πηγαίνοντας στο σχολειό. Με ενδιέφερε και φρόντιζα όχι απλώς να μαθαίνω επιφανειακά αλλά να καταγράφω στο μυαλό μου το κάθε τι: από τα παλιά σπίτια που ήταν σκεπασμένα με ένα χώμα που λέγονταν κομόλιθορος, από το επάγγελμα που έκανε ο παππούς, από το πώς έπιανε το αλέτρι του και πως έλεγαν τα εργαλεία του, από το πάτημα των σταφυλιών, από τους τρόπους που γίνονταν οι γάμοι, διαφορετικά σε κάθε περιοχή - διαφορετικά στα Χανιά, διαφορετικά στα Σφακιά και διαφορετικά στο Ηράκλειο - τα πάντα σας λέω με ενδιέφεραν… Με έστελναν στα πρόβατα κι εγώ, αν έπαιρνε κάτι το μάτι μου, σήκωνα τις πέτρες για να δω τι είναι από κάτω και να εξερευνήσω τη φύση. Γύριζα συνεχώς σπίτι μου με τα χέρια γεμάτα λουλούδια γιατί ήθελα να ξέρω τι είναι αυτό, τι είναι εκείνο, πως το λένε, πότε ανθίζει… Έτσι ήμουν πολύ μικρή κι ήξερα κιόλας το κάθε τι που γεννά η κρητική φύση, από τις σφακομηλιές, τους ασπάλαθους, τις αδραμιθιές, τους αθάνατους, τους πρίνους… οτιδήποτε με δυο λόγια μπορεί να βάλλει ο νους σας καταγράφτηκε τότε στα μάτια ενός κοριτσιού που ακόμα καλά-καλά δεν είχε πατήσει τα δώδεκα».
ΑΣΠΑΣΙΑ ΜΠΙΚΑΚΗ - Η βελόνα είναι το πινέλο μου, τα νήματα τα χρώματά μου!
Η ασίγαστη όμως φιλομάθεια, ανησυχία και περιέργεια της Ασπασίας Μπικάκη, εκτός από την φύση την τραβούσε συνεχώς και κοντά σε μεγαλύτερους ανθρώπους, γεγονός που δεν άργησε να παρουσιάσει τα θετικά και καθοριστικά για την υπόλοιπη ζωή της, αποτελέσματα: «Δεν μου άρεσε σαν παιδί να πηγαίνω πουθενά αλλού εκτός από το να βρίσκομαι κοντά στις γιαγιάδες, με τραβούσε η περηφάνια τούτων των γυναικών, τα σπίτια τους, τα κάδρα που έβλεπα στους τοίχους, τα κεντημένα «καλωσήλθατε»… Και τις ρωτούσα συνεχώς για το κάθε τι. Κάπως έτσι λοιπόν ξεκίνησα να μαθαίνω κέντημα και σε ηλικία δεκατριών χρονών τα ήξερα ήδη όλα, κοφτά, αζούρια, όλα! Τότε μάλιστα δεν υπήρχαν μηχανές, σπάνια να έβρισκες μια χειροκίνητη και θυμάμαι πως όταν για πρώτη φορά με έβαλαν να καθίσω σε μια από αυτές τις χειροκίνητες μηχανές, ήμουν τόσο μικρή που τα πόδια μου δεν έφταναν στο πάτωμα και μου έφεραν ένα κουτσουράκι για να τα ακουμπήσω. Από εκεί με ανακάλυψαν και όταν η Singer δημιούργησε τη πρώτη σχολή κεντήματος στο χωριό για να μαθαίνουν τα κορίτσια να κάνουν ότι ως τότε έκαναν οι γιαγιάδες μας, μου πρότειναν να διδάξω εγώ και τότε ήμουν μόλις δεκατεσσάρων χρονών. Λίγο αργότερα μου πρότειναν να διδάξω και στο Καστέλι, στην Οικοκυρική Σχολή του Μεγάλου Ειρηναίου που ήταν τριετούς φοιτήσεως και όντως το έκανα αφιλοκερδώς για το χατίρι του. Στη συνέχεια όμως άρχισαν να με ζητάνε και σε άλλα χωριά όπως στην Παλιόχωρα, στη Κάνδανο και στα Τεμένια κι εγώ συνέχισα να ανταποκρίνομαι έως και το 1973 που έφυγε ο Δεσπότης στη Γερμανία κι αποφάσισα μαζί με τη γνωστή λαογράφο κ. Σταθάκη να στήσω ένα πολύ μικρό εργαστήρι με στόχο την συλλογή της παράδοσης.
Η αυθεντική και όχι εμπορευματοποιημένη παράδοση έχει απαιτήσεις κι όπως λέει η Ασπασία Μπικάκη οι στόχοι της ανέκαθεν σκόπευαν στον «πρωταθλητισμό» της παράδοσης που λάτρεψε: «Αν όλα όσα έχω κάνει τα έκανα με τη ζωγραφική ή με το απλό, το κλασικό κέντημα, όπως είναι το κομπλέν, η σταυροβελονιά, το ανεβατό, η βυζαντινή βελονιά κι όλα τα υπόλοιπα, θα ήταν για μένα κάτι εύκολο, σαν παιδική χειροτεχνία. Ασχολήθηκα όμως με το συγκεκριμένο είδος κεντήματος το οποίο πρέπει να σας πω ότι είναι όλες μαζί οι παραδοσιακές μας βελονιές, ούτως ώστε να έχουν αυτή την απόδοση παρουσιάζοντας το ανάγλυφο και τη σκιά εκεί που τα θέλω. Είναι μια τεχνική μ’ άλλα λόγια που για να την ανακαλύψω πειραματιζόμουν πολλά χρόνια, επειδή ήθελα πάση θυσία να παραμείνουν στο πέρασμα των αιώνων οι εικόνες του τόπου μας έτσι όπως καταγράφτηκαν στο δικό μου το μυαλό όταν ήμουν παιδί. Δεν θα ήθελα με τίποτα να εξαφανιστούν στο πέρασμα του χρόνου και η ζωγραφική ξέρετε πολλές φορές γίνεται ευάλωτη σε διάφορες καιρικές συνθήκες. Αυτό όμως που βλέπετε είναι αήττητο, δεν υπάρχει περίπτωση ποτέ και με τίποτα να επηρεαστεί από οτιδήποτε, όσο σκληρά κι αν του φερθεί ο χρόνος γι΄αυτό κιόλας το λάθος εδώ είναι ασυγχώρητο. Ούτε διορθώνεται ούτε ξηλώνεται… Δεν με πειράζει όμως, προκειμένου να καταχωρήσω και να αφήσω πίσω την παράδοση μας ανόθευτη, δεν με πειράζει τίποτα. Μπορεί ας πούμε να δουλεύω ένα έργο για τρία, για τέσσερα, για πέντε χρόνια και να εξακολουθώ να το δουλεύω αγόγγυστα αρκεί να αποτυπώσω εκείνο που πολύ πριν αποτυπωθεί πάνω στο πανί έχει αποτυπωθεί μέσα στο δικό μου το μυαλό. Γιατί αυτός είναι και ο τρόπος που δουλεύω εγώ. Πως ας πούμε ο άλλος κρατά τη φωτογραφική του μηχανή, πηγαίνει μια βόλτα και αποτυπώνει το θέμα που φωτογράφισε μέσα στο φιλμ; Εμένα το δικό μου το θέμα πολύ πριν ξεκινήσω να το μεταφέρω στο πανί έχει ήδη αποτυπωθεί μέσα στο μυαλό μου, είναι ήδη τελειωμένο. Δεν ξέρω πως γίνεται, αλλά ειλικρινά όταν δουλεύω αισθάνομαι σαν κάποιος μου κατευθύνει το χέρι και το μυαλό μου… Κι αυτό, το ότι δηλαδή τα έργα μου δεν είναι αντιγραφή από πουθενά αλλά κάτι που ούτε κι εγώ ξέρω πως αναβλύζει από μέσα μου, είναι και ο λόγος που το Υπουργείο Πολιτισμού μετά από ενδελεχείς έρευνες και μελέτες τα έκρινε μουσειακά δίνοντας μου μάλιστα και copyright ούτως ώστε να μη μπορούν να αντιγραφτούν, και κατ’ επέκταση να κακοποιηθούν, από κανέναν».



ΡΙΚΗ ΜΑΤΑΛΛΙΩΤΑΚΗ

Αποκλειστική συνέντευξη και παρουσίαση στο τεύχος νο 88 των ΣΤΙΓΜΩΝ)



(2000) Το πανηγύρι, Ασπασία Μπικάκη
90Χ60 cm Ιδιωτική συλλογή, Ξάνθη



Σάββατο 1 Αυγούστου 2009

Ελληνική τέχνη

Λαϊκή τέχνη





Η ελληνική τέχνη, κορυφαία πραγμάτωση του ελληνικού πνεύματος, αποτελεί το θέμα της μνημειώδους σειράς της Εκδοτικής Αθηνών. Σε δεκαπέντε πολυτελείς τόμους παρουσιάζεται με πληρότητα, σε αρμονικό συνδυασμό γλαφυρού κειμένου και άρτιας εικονογράφησης, η εικαστική δημιουργία του ελληνισμού, από την πρωταυγή του έως σήμερα. Κάθε τόμος, μονογραφία μιας συγκεκριμένης έκφρασης της τέχνης των Ελλήνων, παρακολουθεί την εξελικτική διαδρομή της μέσα από έργα αντιπροσωπευτικά των φάσεων και τάσεών της, στα οποία έχει καταγραφεί το καλλιτεχνικό αλλά και κοινωνικοπολιτικό γίγνεσθαι της εποχής τους. Ιδιαίτερη έμφαση έχει δοθεί στην τεχνοτροπική διαπραγμάτευση και αισθητική αποτίμηση των επιλεγέντων έργων που επαγωγικά διαπλέκουν και προσδιορίζουν την απαράμιλλη φυσιογνωμία της ελληνικής τέχνης.

Διακοσμητικά σχέδια κεραμικών από την Κιουτάχεια

photo


εκδόσεις ΕΟΜΜΕΧ

Παρασκευή 31 Ιουλίου 2009

Σχέδια από παραδοσιακά θέματα αργυροχοίας

photo




εκδόσεις ΕΟΜΜΕΧ

Πέμπτη 30 Ιουλίου 2009

Ελληνικά παραδοσιακά μοτίβα

photo


εκδόσεις ΕΟΜΜΕΧ

Τετάρτη 29 Ιουλίου 2009

Γυναικεία Καραγκούνικη ενδυμασία

photo

εκδόσεις ΕΟΜΜΕΧ

Τρίτη 28 Ιουλίου 2009

Για το ψηφιδωτό

photo

Δευτέρα 27 Ιουλίου 2009

Ο κεντητός διάκοσμος της Καβαλιώτικης φορεσιάς

photo


εκδόσεις ΕΟΜΜΕΧ

Κυριακή 26 Ιουλίου 2009

Τα ακρόπρωρα του Εθνικού Ιστορικού Μουσείου




[...] Τα στολίδια του πλοίου, τα παράσημα (insignia) βρίσκονταν άλλα στην πλώρη και άλλα στην πρύμη και είχαν τη μορφή θεού, ήρωα ή δράκοντα. Τα στολίδια αυτά, σκαλιστά ή ζωγραφιστά, ήταν τα διακριτικά του πλοίου, τα εμβλήματα και η προσωποποίησή του. Το πιο σημαντικό βρισκόταν στην πλώρη, από το οποίο έπαιρνε και το όνομά του το πλοίο. Ήταν το "επίσημο", δηλαδή το διακριτικό σήμα του πλοίου. [...]

Το ακρόπρωρο διακρίνεται για την κίνησή του προς τα εμπρός. Παρασύρει το πλοίο στο άνοιγμα της θάλασσας που σχίζει με την κοφτερή του πλώρη. Συγχρόνως η επιθετική του μορφή είναι η προσωποποίηση του πολεμικού πλοίου που κατατροπώνει τον εχθρό. Αλά και στην περίπτωση της κακοτυχίας, το ακρόπρωρο ακολουθούσε την τύχη του πλοίου. Η ήττα και η αιχμαλωσία του πλοίου χαρακτηρίζεται από την απόσταση του ακροπρώρου και των άλλων στολισμάτων από τον εχθρό. Αυτά είναι τα τρόπαια του νικητή που αφιερώνονται μάλιστα στους ναούς. [...]


Title:
Τα ακρόπρωρα του Εθνικού Ιστορικού Μουσείου
ISBN:
9789608907652
Publisher:
Ιστορική και Εθνολογική Εταιρεία της Ελλάδος (2007)
Author(s):
Μαζαράκης - Αινιάν, Ιωάννης Κ.
Format:
Bookbinding.
Pages:
54

Αρχείο Τ. Σπητέρη στο Τελλόγλειο Ίδρυμα: Λαϊκή Τέχνη


Παναγιώτης Ζωγράφος (Λαϊκή Τέχνη)
Ι. Μακρυγιάννης (Λαϊκή Τέχνη)
Μακρυγιάννης & Ζωγράφος (Λαϊκή Τέχνη)
(Λαϊκή Τέχνη) Θεόφιλος (Χατζημιχαήλ)
Θέατρο Σκιών-Καραγκιόζης (Λαϊκή Τέχνη)
Λαϊκή τέχνη, Φορεσιές
Λαϊκή τέχνη, Υφαντά-Κεντήματα
Λαϊκή τέχνη, Κεραμική

Η Ελληνική δαντέλα στο μουσείο V&A

photo


Eλληνόγλωση Βιβλιογραφία του Λευκώματος:
-Ανδρουλακάκη-Παππά 1994, Εικόνες από την Ιστορία της Κρήτης
-Ζώρα 1994-5, Λαϊκή Τέχνη
-Ιωάννου-Γιανναρά 1986, Ελληνικές κλώστινες συνθέσεις-Δαντέλες
-Ιωάννου-Γιανναρά 1990, Ελληνικές κλώστινες συνθέσεις-Κοπανέλι
-Κερασιώτη 1941, Βαφική
Κουταβά-Δεληβοριά 1991, Ο Γεωγραφικός κόσμος Κωνσταντίνου Πορφυρογένητου, Α΄τα Γεωγραφικά
-Λούλου-Θεοτόκη, Ενδυμασίες Κερκύρας, Παξών και Διαποντίων Νήσων
-Πανταζή 1975, Το λευκαρίτικο κέντημα,
-Παπαδάκη 1976, Μορφαί του Λαϊκού πολιτισμού της Κρήτης του 15ου και 16ου αιώνος κατά τας γραμματειακάς πηγάς
-Παπαδόπουλος 1815, Ερμής Κερδώος
-Παπαντωνίου 1978, Συμβολή στη μελέτη της Ελληνικής γυναικείας Παραδοσιακής φορεσιάς-Εθνογραφικά
-Σιμόπουλος 1976, Ξένοι ταξιδιώτες στην Ελλάδα 333 μ.χ.-1700, τόμος Α΄
-Ταρσούλη 1951, Κεντήματα και φορεσιές της Δωδεκανήσου
-Ταρσούλη 1941, Ελληνικές φορεσιές
-Τσάβες, Δαντέλες από την Αίγυπτο
-Τσάβες 1986, Η δαντέλα "κοπανέλι" στα χωριά της Ν.Α. Αττικής
-Τσουχλαράκης 1997, Η ιστορία και η λαογραφία της Κρητικής φορεσιάς
-Χατζηγιασεμή 1987, Το λευκαρίτικο κέντημα
-Χατζημιχάλη 1931, Ελληνική λαϊκή τέχνη, Ρουμλούκι, Τρίκερι, Ικαρία
-Χατζημιχάλη 1954, Η λαϊκή τέχνη της Κύπρου
-Χατζημιχάλη 1977 και 1983, Ελληνική Λαϊκή Τέχνη Ι και ΙΙ
-Συλλογή Κεντημάτων και Δαντελών του Λεβέντειου Δημοτικού Μουσείου Λευκωσίας
-Το Γυναικείο Μοναστήρι Αγίου Ιωάννου Προδρόμου στις Κορακιές, 1995
-Αιγινήτικα Επαγγέλματα που χάνονται, 1997
-Ελληνικά Κεντήματα, Ιστορική και Εθνολογική Εταιρεία της Ελλάδος, 1989

Σάββατο 25 Ιουλίου 2009

Ριζάρειο Χειροτεχνικό Κέντρο Μονοδενδρίου

ΡΙΖΑΡΕΙΟΣ ΧΕΙΡΟΤΕΧΝΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΜΟΝΟΔΕΝΔΡΙΟΥ
Μονοδένδρι Ζαγορίου - 440 07 Ιωάννινα
Τηλ & Fax: 06530 71382
email: info@rizarios.gr

Το Χειροτεχνικό Κέντρο Μονοδενδρίου περιλαμβάνει:

*Σχολή Υφαντικής και Κεντητικής
*Εργαστήρι παραγωγής
*Οικοτροφείο για τις μαθήτριες και τις τεχνίτριες
*Εκθετήριο - πρατήριο λαϊκής τέχνης

Στη Σχολή, διετούς διάρκειας, φοιτούν κοπέλες κυρίως από τα Ζαγοροχώρια,

αλλά και από την υπόλοιπη Ήπειρο, ηλικίας 12 - 25 ετών.

Στις μαθήτριες καταβάλλεται μηνιαίο εκπαιδευτικό επίδομα.


Οι επισκέπτες του εκθετηρίου έχουν την ευκαιρία να θαυμάσουν

καθώς και να αγοράσουν χειροποίητα προϊόντα λαϊκής τέχνης, σε προσιτές τιμές

από εδώ: http://lyk-rizar.att.sch.gr/XEIROTEXNIA.htm


Παρασκευή 24 Ιουλίου 2009

Ένας αγγειπλάστης και αγγειογράφος

Είχα την τύχη να δω μία έκθεση του Δημήτρη Σταθόπουλου στο Πνευματικό Κέντρο του Δήμου Αθηναίων πριν μερικά χρόνια. Η επαφή με τη δουλειά του σε καθήλωνε, όπως και το μεράκι του.

Ο κος Δημ. Σταθόπουλος προικισμένος με βαθιά ευαισθησία και πηγαία καλλιτεχνική διάθεση μας απέδειξε ότι μπορεί να ανταγωνιστεί τους αρχαίους κεραμείς. Αγγειοπλάστης και αγγειογράφος ο ίδιος, γνωρίζει όσο ελάχιστοι την τέχνη του πηλού και γι αυτό έχει την δυνατότητα να μας προσφέρει έργα αντάξια των αρχαίων κατ΄οψιν και καθ ύλην.

Το 1975 φεύγει από την Αθήνα και εγκαθίσταται στους Δελφούς. Εκεί δημιουργεί το εργαστήριο του, όπου παράλληλα με το λάδι και την ακουαρέλα εντρυφεί στο Ελληνικό αγγείο.

Το 1980 η σύνθεση της ύλης του Ελληνικού αγγείου αρχίζει να αποκαλύπτει τα μυστικά της και εμφανίζονται πλέον τα πρώτα θετικά δείγματα , πιστής αναπαράστασης αρχαίων Ελληνικών αγγείων.

Το 1986 φεύγει από τους Δελφούς και δημιουργεί στην Αθήνα νέα εργαστήρια εικαστικών τεχνών και αγγειοπλαστικής.

Έργα του Δημήτρη Σταθόπουλου βρίσκονται σε Μουσεία της Ευρώπης και της Αμερικής , καθώς και σε ιδιωτικές συλλογές.


από εδώ: http://www.greekartsonline.com/PAGES-AGG/DHMIOUR.HTML

Ελληνικά διακοσμητικά μοτίβα

H "ναυαρχίδα" των εκδόσεων του ΕΟΜΜΕΧ.

Ο α΄ τόμος περιλαμβάνει κυκλαδικά, μινωϊκά, μυκηναϊκά, γεωμετρικά, κλασσικά, ελληνιστικά μοτίβα, νομίσματα, βυζαντινά και λαϊκά μοτίβα.
Η ελληνόγλωσση βιβλιογραφία που αναφέρεται στον α΄τόμο είναι:
-Βέη-Χατζηδάκη, 1953, Εκκλησιαστικά Κεντήματα
-Μακρής, 1958, Η Ξυλογλυπτική του Πηλίου
-Μαρινάτος, 1959, Κρήτη και Μυκηναϊκή Ελλάς
-Χατζημιχάλη, 1925, Ελληνική Λαϊκή Τέχνη:Σκύρος
-Χατζημιχάλη, 1931, Ελληνική Λαϊκή Τέχνη: Τρίκερι-Ικαρία-Ρουμλούκι
Ο β΄τόμος αποτελεί συνέχεια και συμπλήρωμα του α΄ τόμου με μοτίβα από:
-τον Νεολιθικό και Προανακτορικό Μινωϊκό Πολιτισμό
-την Καμαραϊκή Κεραμεική
-το Ανάκτορον Κνωσσού και Νεοανακτορικαί Μινωϊκαί Νεκροπόλεις
-τους Νεοανακτορικούς χώρους Ανατολικής και Κεντρικής Κρήτης
-την Μετανακτορική Εποχή
-Σαρκοφάγους και Μπάνια
-την Υπομινωϊκή και Γεωμετρική Περίοδο
-την Κλασσική Βυζαντινή Κεραμεική - Μουσείο Κορίνθου
-τα Λιθόγλυπτα ΒυΖαντινού Μουσείου Αθηνών
-Λιθόγλυπτα Πηλίου
-την Κεραμεική Μηνά και Μοτίβα Λαογραφικού Μουσείου Πανεπ. Θεσσαλονίκης
-τα σχέδια κεντημάτων του 18ου αιώνος Μουσείου Λαϊκής Τέχνης Αθηνών

Τετάρτη 22 Ιουλίου 2009

Η Ελληνική λαϊκή φορεσιά

Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΑΪΚΗ ΦΟΡΕΣΙΑ ΤΟΜΟΣ 1
Οι Φορεσιές με το Σιγκούνι





Αγγελική Χατζημιχάλη
λαογράφος


400 σελίδες
εκατοντάδες έγχρωμες και ασπρόμαυρες παλιές φωτογραφίες και σχέδια (πατρόν)
πανόδετη βιβλιοδεσία με έγχρωμη κουβερτούρα,
30x25εκ.


H πρωτότυπη αυτή έκδοση κυκλοφόρησε σε δύο τόμους, σε συνεργασία με το Mουσείο Mπενάκη. H γνωστή λαογράφος Aγγελική Xατζημιχάλη αφιέρωσε τη ζωή της στην προσπάθεια να περισυλλέξει, να περισώσει, αλλά και να αναβιώσει όσο το δυνατόν περισσότερα δημιουργήματα της λαϊκής μας τέχνης.

Γι' αυτό άφησε πλήρεις περιγραφές και σχέδια για φορεσιές, εξαντλητικές λεπτομέρειες για την κατασκευή τους, τα είδη υφασμάτων που χρησιμοποιούνταν, τα νήματα, τη βαφή και την τεχνική του κεντήματος που τις διακοσμούσε.

Ο 1ος τόμος περιλαμβάνει τις φορεσιές της: Αττικής, Ελευσίνας, Τανάγρας, Αταλάντης, Αράχωβας, Αιτωλοακαρνανίας, Κορινθίας, Αργους, Αγιάννας, Αιδηψού, Χασιών, Παραμυθιάς, Σουλίου, Πωγωνιού, Δρόπολης, Γαρίτσας, Φλώρινας και Σαρακατσάνων

Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΑΪΚΗ ΦΟΡΕΣΙΑ ΤΟΜΟΣ 2
Οι Φορεσιές με το Καβάδι






Αγγελική Χατζημιχάλη
λαογράφος


400 σελίδες
εκατοντάδες έγχρωμες και ασπρόμαυρες παλιές φωτογραφίες και σχέδια (πατρόν)
πανόδετη βιβλιοδεσία με έγχρωμη κουβερτούρα,
30x25εκ.

Ο 2ος τόμος περιλαμβάνει τις φορεσιές της: Παλιάς Αθήνας, Μεγάρων, Αλμυρού, Καραγκούνικη φορεσιά, παλιότερη φορεσιά των Ιωαννίνων, παλιότερη φορεσιά της Βέροιας, φορεσιά της Επισκοπής και της Βεργίνας, Ρουμλουκιού, Καπουτζήδας, Μπάλτζας & Δρυμού, Ασβεστοχωρίου, Χαλκιδικής, Σουφλιού, Καλύμνου, Καστελλόριζου και Κύπρου

εκδόσεις Μέλισσα

Η Σαρακατσάνικη ποδιά της Θράκης


Η ΣΑΡΑΚΑΤΣΑΝΙΚΗ ΠΟΔΙΑ ΤΗΣ ΘΡΑΚΗΣ





Ελένη Φιλιππίδη
Λαογράφος


48 σελίδες
60 φωτογραφίες,
22x22εκ.


H Eλένη Φιλιππίδη, μολονότι έζησε στη σκιά της λαογραφικής δημοσιότητας, βίωσε όσο ελάχιστοι τα μυστικά του παραδοσιακού πολιτισμού και ειδικότερα το μαγικό κόσμο των Σαρακατσάνων της Θράκης.


εκδόσεις Μέλισσα

Τα κεραμεικά του Ελληνικού Χώρου

ΤΑ ΚΕΡΑΜΕΙΚΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΧΩΡΟΥ





Κατερίνα Κορρέ-Zωγράφου
Λαογράφος, επίκουρη καθηγήτρια Πανεπιστημίου Αθηνών


352 σελίδες
620 φωτογραφίες,
σχέδια και χάρτες πανόδετη βιβλιοδεσία με έγχρωμη κουβερτούρα,
30x25εκ.


Παρουσιάζεται το εκπληκτικό κεραμεικό υλικό που εντοπίζεται στην Eλλάδα μεταξύ των ετών 1700-1950 μ.X., με αναδρομές στα βυζαντινά, ισλαμικά και μεταβυζαντινά κεραμεικά.

Tο βιβλίο αποτελεί μια συνολική παρουσίαση του ταυτισμένου κεραμεικού υλικού στην Eλλάδα, ξενόφερτου, αλλά και ντόπιας κατασκευής, καλύπτοντας έτσι το κενό που υπήρχε στην ελληνική βιβλιογραφία.

Ελληνικά παραδοσιακά κοσμήματα

ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΑ ΚΟΣΜΗΜΑΤΑ




.

’Αγγελος Δεληβορριάς
Αρχαιολόγος, διευθυντής του Μουσείου Μπενάκη,
καθηγητής Πανεπιστημίου Αθηνών


58 σελίδες
80 φωτογραφίες και σχέδια πανόδετη βιβλιοδεσία με έγχρωμη κουβερτούρα,
30x25εκ.


Tα επιτεύγματα της λαϊκής μας χειροτεχνίας φτάνουν στο κορύφωμά τους με το παραδοσιακό κόσμημα. Tα σχέδια, η σύνθεση και η πλούσια φαντασία του απλού τεχνίτη δημιούργησαν αυτά τα ανεπανάληπτα καλλιτεχνικά αριστουργήματα.

H έκδοση ικανοποιεί όχι μόνο αυτούς που αγαπούν τη λαϊκή πολιτιστική παράδοση, αλλά και όλους όσους θα ήθελαν να γνωρίσουν τις παραδοσιακές αισθητικές μορφές.

εκδόσεις Μέλισσα

Δαντέλα

ΔΑΝΤΕΛΕΣ
Ελληνικές Κλώστινες Συνθέσεις




.

Τατιάνα Ιωάννου-Γιανναρά
Λαογράφος


254 σελίδες
209 φωτογραφίες και σχέδια (πατρόν),
23x23εκ.


Περιλαμβάνει τη διαπλοκή ή το δέσιμο των κλωστών αποκλειστικά με το χέρι και την εξέλιξη αυτής της τεχνικής, με τη βοήθεια της σαΐτας και της βελόνας του ραψίματος, δηλαδή την τέχνη των κλώστινων συνθέσεων που συνηθίσαμε γενικότερα να ονομάζουμε Δαντέλα.

εκδόσεις Μέλισσα

Κοπανέλι

ΚΟΠΑΝΕΛΙ
Ελληνικές Κλώστινες Συνθέσεις





Τατιάνα Ιωάννου-Γιανναρά
Λαογράφος


206 σελίδες
127 φωτογραφίες και σχέδια (πατρόν),
23x23εκ.


Aσχολείται με τη μακραίωνη πορεία της τεχνικής που σήμερα ονομάζουμε Kοπανέλι. O αναγνώστης οδηγείται στις απαρχές της τέχνης του Kοπανελιού στην αρχαία Eλλάδα και στον ευρύτερο ελληνικό χώρο.

Μαθήματα κεραμικής

Το Μουσείο Νεώτερης Κεραμεικής, στο πλαίσιο της εκπαιδευτικής του προσπάθειας, πραγματοποιεί σειρά σεμιναρίων – μαθημάτων κεραμικής για ενήλικες.
Τα σεμινάρια κεραμικής συνδυάζουν τη θεωρία με τη πράξη και αποσκοπούν στη μύηση των συμμετεχόντων στην πανάρχαια τέχνη της κεραμικής. Απευθύνονται σε αρχάριους.

Πραγματοποιούνται δύο τετραμηνιαίοι κύκλοι κάθε χρόνο για περιορισμένο αριθμό ατόμων, στους οποίους, εκτός από τα μαθήματα τεχνικής, παρέχονται διαλέξεις για την τεχνολογία και την τυπολογία της σύγχρονης και της αρχαίας κεραμικής, προβάλλονται σχετικές ταινίες και δίδεται βιβλιογραφία για την κεραμική.

Υαλουργία

Υαλουργία αρχαία και μεσαιωνική: Ορολογία, τεχνολογία και τυπολογία
Ελληνοαγγλικό - αγγλοελληνικό λεξικό

Δέσποινα Ιγνατιάδου, Αναστάσιος Αντωνάρας

μετάφραση: Deborah Kazazi

Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2008
ISBN 978-960-7779-43-4,

Παραδοσιακή αρχιτεκτονική της Ηπείρου

Η λαϊκή αρχιτεκτονική της Ηπείρου, παρά τις επιμέρους τοπικές μορφολογικές ιδιαιτερότητες, εμφανίζει κοινά χαρακτηριστικά σε όλες τις ορεινές περιοχές. Οι μορφές των κτιρίων ενσωματώνονται αρμονικά στο γύρω φυσικό περιβάλλον, ενώ η διάταξή τους στο χώρο, όπως και η επιλογή της χωροθέτησης των οικισμών, γίνονται με κριτήρια το φυσικό ανάγλυφο, τον προσανατολισμό, τη θέα και καθοριστικούς κοινωνικούς λόγους (άμυνα, πολιτικοί, θρησκευτικοί, κ.λ.π. λόγοι).

Δημιουργία των οικισμών.

Στην πλειοψηφία τους οι οικισμοί δεν δημιουργούνται από το μηδέν, αλλά προέρχονται από τη σταδιακή συνένωση διάσπαρτων οικιστικών μονάδων - η παραδοσιακή κατοικία ήταν μια μονάδα που στέγαζε την οικογένεια (διευρυμένη οικογένεια) καλύπτοντας ανάγκες στέγης και εργασίας. Συνήθως οι οικισμοί αποτελούνται από συγγενειακές ομάδες, γεωργοκτηνοτροφικές, οργανωμένες σε μικροκοινωνίες. Υπάρχουν λίγα οργανωμένα τσελιγκάτα τα οποία πλαισιώνονται από μικροκτηνοτρόφους, που εξαρτούν από αυτά την επιβίωση και την αναπαραγωγή τους (Νιτσιάκος 1994). Η μετάβαση στην εξελιγμένη κοινωνική οργάνωση, η οποία προήλθε από τη συνένωση διαφορετικών οικισμών σε ένα κέντρο - διοικητική μονάδα γίνεται κατά την Τουρκοκρατία, για λόγους άμυνας, ασφάλειας, επιβίωσης (οι ανάγκες λειτουργίας του οθωμανικού συστήματος υπαγόρευαν επίσης τη σύσταση κοινοτήτων - έλεγχος, είσπραξη φόρων). Η παραχώρηση προνομίων από τους Τούρκους, εξασφαλίζει την λειτουργία και κοινωνική εξέλιξη των κοινοτήτων. Πιθανά, η πρώτη ενιαία κοινοτική μορφή δημιουργείται τον 17ο αι. Οι ορεινές κοινότητες αποτελούν και καταφύγιο των διωγμένων από τα πεδινά, οικογενειών (Νιτσιάκος 1994). Συχνά, η αυξανόμενη πληθυσμιακή συγκέντρωση δημιουργεί πρόβλημα επιβίωσης (ανεπάρκεια φυσικών πόρων) με αποτέλεσμα το πέρασμα στην τεχνική εξειδίκευση. Έτσι εμφανίζονται ολόκληρα χωριά να εξειδικεύονται σε κάποια τέχνη - οικοδομική, ξυλογλυπτική, ζωγραφική, με την κτηνοτροφία και γεωργία να αποτελούν συμπληρωματικούς πόρους.

Πολεοδομική οργάνωση των οικισμών.

Η διάταξη των οικισμών είναι συνήθως, μονοκεντρική - τα κτίρια αναπτύσσονται γύρω από μια κεντρική πλατεία. Κοντά στο κέντρο βρίσκονται τα πλουσιότερα σπίτια, στις αμέσως επόμενες ζώνες τα λαϊκά, ενώ στην περίμετρο του οικισμού κατοικούν οι λιγότερο προνομιούχες κοινωνικές ομάδες - οι γύφτοι συνήθως, οι οποίοι είναι κυρίως οργανοπαίχτες στα τοπικά πανηγύρια. Στη ζώνη αυτή συνυπάρχουν κατοικίες με εργαστήρια (σιδηρουργοί, μαραγκοί, χτίστες, μουσικοί) χωροθετημένα σε εκτάσεις που δεν προσφέρονται για καλλιέργειες (ανήλιαγες πλαγιές), ενώ στα όρια του οικισμού και σε κατάλληλα επιλεγμένα εδάφη βρίσκονται τα χωράφια με τις γεωργικές καλλιέργειες. Γύρω από την κεντρική πλατεία βρίσκονται τα δημόσια κτίρια, τα οποία είναι σημαντικά μεγαλύτερα από τα σπίτια και ιδιαίτερα προσεγμένα στην κατασκευή. Μορφολογικά ακολουθούν τους ίδιους κανόνες δόμησης. Τα δημόσια κτίρια σε συνδυασμό με την πλατεία συνθέτουν το κέντρο της δημόσιας ζωής. Εκεί γίνονται όλες οι κοινωνικές εκδηλώσεις του χωριού, εκεί γίνεται η αγορά και οι εμπορικές συναλλαγές, οι πολιτικές συγκεντρώσεις των κατοίκων, οι γιορτές και οι χοροί. Βασικά κτίσματα που συναντά κανείς στην πλατεία είναι η εκκλησία, το σχολείο, η βρύση και το κοινοτικό κατάστημα (εκκλησίες υπάρχουν και σε άλλα σημεία του οικισμού, σε μικρότερες πλατείες).

Αρχιτεκτονικά χαρακτηριστικά.

Υλικά δομής είναι η πέτρα (σχιστολιθική ή ασβεστολιθική) και το ξύλο. Ανάλογα με τα τοπικά φυσικά διαθέσιμα, η χρησιμοποίηση του ξύλου αφθονεί ή όχι. Τα κτίσματα κατασκευάζονται ολόκληρα από πέτρα (τοιχοποιία), η οποία μένει συνήθως ανεπίχριστη, ενώ το ξύλο χρησιμοποιείται για την κατασκευή κουφωμάτων, δαπέδων, οροφών, χρηστικών αντικειμένων, κ.λ.π. Η επικάλυψη των κτιρίων γίνεται πάντα με στέγη (εξαιτίας των κλιματικών συνθηκών) με ξύλινο σκελετό (ζευκτά) και σχιστόπλακα. Οι Ηπειρώτες εξελίσσονται σε μοναδικούς τεχνίτες της πέτρας και του ξύλου (μάστορες και ξυλογλύπτες), των οποίων η τέχνη αποτυπώνεται σε πλήθος έργων τόσο στην Ήπειρο, όσο και σε πόλεις των Βαλκανίων και της Ευρώπης. Είναι αξιοσημείωτη η εξειδίκευση ορισμένων χωριών σε μια τέχνη - οικοδομική, ζωγραφική, ξυλογλυπτική - η οποία πηγάζει από την ανάγκη για επιβίωση και τις δύσκολες συνθήκες του ορεινού τοπίου και ισχυροποιείται μέσα από την οργάνωση των κατοίκων σε ομάδες - συντεχνίες, την δημιουργία και χρησιμοποίηση μυστικής γλώσσας, τη μετάδοση του επαγγέλματος από γενιά σε γενιά, κ.λ.π.

Τα κτίσματα έχουν αυστηρή γεωμετρική μορφή, με λιτούς, καθαρούς όγκους. Η πρωταρχική μορφή της Ηπειρώτικης κατοικίας ήταν η μονόχωρη, ισόγεια καλύβα, με χωμάτινο έδαφος και εστία τοποθετημένη στο κέντρο. Η εστία χρησίμευε για τη θέρμανση και το μαγείρεμα. Στο πέρασμα του χρόνου η τυπολογία της κατοικίας εξελίχθηκε, σύμφωνα πάντα με τις ανάγκες των κατοίκων αλλά και με βάση την τεχνική εξέλιξη, για να φτάσει να αποτελεί μια σύνθεση κτισμάτων, διώροφων ή τριώροφων, τα οποία περιβάλλονται από περίκλειστη αυλή. Ο υπαίθριος χώρος της αυλής ήταν ζωτικός για την καθημερινή διαβίωση, αφού μέρος των δραστηριοτήτων γινόταν σ' αυτή. Περιβάλλονταν πάντα από ψηλό, πέτρινο τοίχο, ο οποίος προφύλασσε την ιδιωτική ζωή από το δημόσιο χώρο, ενώ ταυτόχρονα λειτουργούσε προστατευτικά (αμυντικά). Λειτουργικά αποτελούσε τον ενδιάμεσο χώρο, την ομαλή μετάβαση από το έξω (δημόσιο) στο μέσα (ιδιωτικό). Το μέγεθος της αυλής ποικίλει ανάλογα και με το υπόλοιπο σπίτι και την οικονομική κατάσταση του ιδιοκτήτη.

Στο ισόγειο των σπιτιών τοποθετούνται όλοι οι βοηθητικοί χώροι - αποθήκες, χώροι για τα ζώα, κελάρια, μαγειρείο. Στον όροφο τοποθετούνται οι κύριοι χώροι διημέρευσης - δωμάτια (σάλα, δωμάτια ύπνου καλοκαιρινά και χειμερινά). Όλη η οικογένεια μοιράζεται τον ίδιο χώρο ύπνου (ένα ή δύο δωμάτια συνήθως). Τα σπίτια είναι απλά λαϊκά ή πλούσια αρχοντικά, ενδεικτικό της οικονομικής κατάστασης του ιδιοκτήτη. Επιπλέον, οι έμποροι φέρνουν μαζί τους από τα ταξίδια τους μορφολογικά στοιχεία δανεισμένα από τις χώρες που επισκέπτονται, τα οποία ενσωματώνουν και στην τοπική αρχιτεκτονική, προσαρμοσμένα στις ελληνικές συνήθειες και ανάγκες.

Τα έπιπλα του Ηπειρώτικου σπιτιού είναι απλά, λιτά και στην πλειοψηφία τους ακίνητα - ενσωματωμένα κατάλληλα σε εσοχές των τοίχων και σε υψομετρικές διαφορές του δαπέδου. Λίγα είναι τα κινητά έπιπλα, τα οποία περιορίζονται στις κασέλες (αποθήκευση ρούχων) και στα χαμηλά τραπεζάκια. Τα ακίνητα έπιπλα, κατασκευασμένα όλα από ξύλο, είναι τα κρεβάτια, τα ερμάρια, οι βιβλιοθήκες, οι ντουλάπες. Τα περισσότερα, ιδιαίτερα στα πλούσια αρχοντικά, αποτελούν εξαιρετικά ξυλόγλυπτα έργα, ενώ οι κασέλες και οι ντουλάπες κυρίως, ζωγραφίζονται με ιδιαίτερο μεράκι. Ενδεικτικό της αγάπης των κατοίκων για την τέχνη και την ομορφιά, τα ζωγραφικά έργα που απεικονίζονται στις επιφάνειες των επίπλων είναι σκηνές από την καθημερινή ζωή - η δουλειά, τα γλέντια, οι γιορτές, τα έθιμα, αλλά και από τα ταξίδια των μαστόρων και των εμπόρων. Σημαντικό κομμάτι των έργων αποτελούν και εικόνες από το φυσικό περιβάλλον - δάση, βουνά, κ.λ.π., χαρακτηριστικό της αγάπης των κατοίκων για τον τόπο τους.

Τα αρχοντικά σπίτια χρονολογούνται κυρίως τον 18ο και αρχές του 19ου αι. Τα συναντάμε κυρίως στο Ζαγόρι και στα Γιάννενα. Είναι κατοικίες ευπόρων, διώροφες ή τριώροφες και αποτελούν δείγματα της επίπτωσης στην οικοδομική δραστηριότητα από την ανάπτυξη του εμπορίου. Οι κατόψεις είναι ορθογωνικές ή τετραγωνικές, σε μορφή Γ ή Π. Διαφοροποίηση υπάρχει κυρίως στο ανώι με την κατασκευή προεξοχών - τα σαχνισιά. Στα αρχοντικά του Ζαγορίου συναντάται κυρίως η τετραγωνική μορφή κάτοψης (1700 - 1750). Υπάρχει ένα και ίσως μοναδικό αρχοντικό κάτοψης Π, στο Τσεπέλοβο (Διαμαντοπούλου 1995). Όλοι σχεδόν οι οντάδες των αρχοντικών έχουν μεγάλη εντοιχισμένη ξύλινη ντουλάπα - τη μουσάντρα.

Τα καλύτερα διατηρημένα δείγματα της Ηπειρώτικης αρχιτεκτονικής βρίσκονται στο Ζαγόρι - κεντρικό και δυτικό. Οικισμοί οι οποίοι διατηρούνται ανέπαφοι σχεδόν, ως προς τη συνολική δομή τους. Τα περισσότερα χωριά του ανατολικού Ζαγορίου όπως και άλλων περιοχών του νομού Ιωαννίνων (τα χωριά της Κόνιτσας) κάηκαν κατά το Β' Παγκ. Πόλεμο, με αποτέλεσμα να καταστραφεί η πλειοψηφία των παραδοσιακών κτισμάτων - μεταγενέστερα κτίσματα τα οποία κατασκευάστηκαν για να καλύψουν τις στεγαστικές ανάγκες των κατοίκων φέρουν χαρακτηριστικά, έντονα διαφοροποιημένα σε σχέση με αυτά του παρελθόντος. Ωστόσο, μεμονωμένα κτίρια έχουν διατηρηθεί σε όλη σχεδόν την περιοχή της Ηπείρου - η Κόνιτσα διαθέτει ένα σημαντικό αριθμό αξιόλογων κτισμάτων, ενώ η Μόλιστα, το Γαναδιό και το Μοναστήρι αποτελούν από τους πιο καλά διατηρημένους παραδοσιακούς οικισμούς του δήμου Κόνιτσας.

Ο Γυφτόκαμπος.

Στην περιοχή αυτή, που βρίσκεται στη διαδρομή μεταξύ Σκαμνελίου και Ηλιοχωρίου υπάρχει ένα μικρό υπαίθριο μουσείο Σαρακατσάνικων καλυβών. Οι καλύβες, στην αυθεντική τους μορφή, αποτελούν δείγματα των πρωταρχικών τοπικών αρχιτεκτονικών μορφών, των Σαρακατσάνικων πληθυσμών - οργανωμένη κοινωνική ομάδα νομάδων κτηνοτρόφων, με έντονη παρουσία στην περιοχή των Ζαγοροχωρίων. Οι Σαρακατσάνοι ζουν νομαδικά, μετακινούμενοι χειμώνα - καλοκαίρι, στα χειμερινά και θερινά χειμαδιά και βοσκοτόπια. Επιλέγουν τους τόπους εγκατάστασής τους με βάση το κλίμα της περιοχής αλλά και την ύπαρξη κατάλληλων βοσκότοπων. Εξαιτίας του τρόπου ζωής τους αλλά και της μακρόχρονης απομόνωσής τους στα βουνά, παντρεύονται μόνο μεταξύ τους και μόνο μετά το Β' παγκ. πόλεμο οπότε και εγκαταλείπουν σταδιακά τη νομαδική ζωή, αρχίζουν να αναμιγνύονται, κοινωνικά, με άλλες ομάδες (γάμοι, φοίτηση των παιδιών στα σχολεία, κ.λ.π.).

Οι περιοχές κατοικίας των Σαρακατσάνων ονομάζονται κονάκια. Οι μικροί οικισμοί τους περιλαμβάνουν 3-4 καλύβες και βοηθητικά κτίσματα - στάνες, εγκαταστάσεις για τα κοπάδια, τυροκομείο, γιδομαντρί, κ.λ.π., ενώ οι μεγαλύτεροι οικισμοί περιλαμβάνουν και 12 καλύβες. Οι καλύβες τους είναι στρογγυλές με κωνικό θόλο ή παραλληλόγραμμες με δίρριχτη στέγη. Οι στρόγγυλες είναι προγενέστερες, ενώ οι παραλληλόγραμμες αποτελούν εξελιγμένο τύπο (Μουτσόπουλος 1993). Κατασκευάζονται από ξύλο και άργιλο (κλαδιά επάνω σε ξύλινο σκελετό). Δεν χρησιμοποιούν πέτρα. Οι κατασκευές είναι απλές και εφήμερες - δεδομένων των συνεχών μετακινήσεών τους.

Οι Σαρακατσάνοι έχουν δώσει σημαντικά δείγματα λαϊκής τέχνης, με βασικά υλικά το μαλλί και το ξύλο. Έφτιαχναν είδη ένδυσης, τον εξοπλισμό των μετακινήσεών τους (σακιά, δισάκια), χρηστικά είδη για τις καλύβες (μαξιλάρια, στρωσίδια, κ.λ.π.) και ξυλόγλυπτα (γκλίτσες, κ.λ.π.).

Αυτή η καλύβα αποτελεί το πρωταρχικό κύτταρο το οποίο εξελίχθηκε στον μονόχωρο τύπο σπιτιού (με πέτρινη τοιχοποιία και δίρριχτη στέγη), τον βασικό τύπο της αγροτικής κατοικίας.

Παρά το ότι συνέβαλαν οικονομικά στην ανάπτυξη του Ζαγορίου (εγκατεστημένοι έξω από τους οικισμούς) με την κτηνοτροφία, συχνά η συμβίωση με τους Ζαγορίσιους ήταν δύσκολη, εξαιτίας βασικών κοινωνικών διαφορών.

Σαρακατσάνικες καλύβες υπήρχαν σε πολλά ορεινά μέρη της Ελλάδας - στη Βίτσα (Ήπειρος), στα ορεινά της Μακεδονίας και της Θράκης, κ.λ.π. Οι κατασκευές αυτές επιβίωσαν για όσο διάστημα επιβίωνε ο νομαδικός τρόπος ζωής.

Βιβλιογραφία

Ελληνική Παραδοσιακή Αρχιτεκτονική, Τόμος έκτος, Θεσσαλία - Ήπειρος, εκδ. Μέλισσα, 1995.

Χρηστίδης Βυρ. (2004). Η αρχιτεκτονική του κεντρικού Ζαγορίου. Το παράδειγμα του Κουκουλιού. Τόμοι Α και Β. Εκδ. Ριζάρειον Ίδρυμα, Αθήνα.

Μιχελής Π. Α. (1977). Το ελληνικό λαϊκό σπίτι, εκδ. ΕΜΠ

Μουτσόπουλος Ν. (1993). Παραδοσιακή αρχιτεκτονική της Μακεδονίας. 15ος - 19ος αιώνας. (Σαρακατσάνικες καλύβες, σελ. 5 - 8). εκδ. Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη.

Διαμαντοπούλου Αν. (1995). Η αρχιτεκτονική των αρχοντικών της Ηπειρωτικής Ελλάδας (18ου - αρχών 19ου αι.). Αθήνα

Νιτσιάκος Βασ. (1994). Οι ορεινές κοινότητες της Βόρειας Πίνδου. Στον απόηχο της μακράς διάρκειας. εκδ. Πλέθρον. Σειρά Λαϊκός πολιτισμός/ τοπικές κοινωνίες. Αθήνα.

Χαρίσης Βασ. (1979). Ζαγοροχώρια. εκδ. Γενική Διεύθυνση Οικισμού Υπουργείου Δημοσίων Έργων, Αθήνα.

Ήπειρος, ΖΑΓΟΡΙ, Ιωάννινα, Μέτσοβο, Κόνιτσα. ειδική εκδ. εφημ. ΤΑ ΝΕΑ, Ανακαλύψτε την Ελλάδα, Νοέμβριος 2006.

Περιοδικό ΓΕΩΤΡΟΠΙΟ. Ήπειρος. Απόδραση στο Βλαχοζάγορο. Τεύχος 258, σελ. 18. Ένθετο εφημ. Ελευθεροτυπία.

Περιοδικό ΓΕΩΤΡΟΠΙΟ. Σαρακατσαναίοι. Ξυλόγλυπτα κεντίδια. Τεύχος 247, σελ. 62. Ένθετο εφημ. Ελευθεροτυπία.

Περιοδικό ΓΕΩΤΡΟΠΙΟ. Ασημοχώρι Κόνιτσας. Αντιστέκεται. Τεύχος 256, σελ. 26. Ένθετο εφημ. Ελευθεροτυπία.


από εδώ: http://www.ntua.gr/MIRC/db/epirus_db/ARXITEKTONIKH/Hpeiros.htm

επίσης πολύτιμα στοιχεία για την λαϊκή αρχιτεκτονική στον τόπο μας υπάρχουν εδώ: Ελληνική Παραδοσιακή Αρχιτεκτονική

ΚΟΣΜΙΚΑ ΚΑΙ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΑ ΑΡΓΥΡΑ



Τα αντικείμενα της ασημουργίας χωρίζονται σε δύο (2) κύριες κατηγορίες: τα κοσμικά και τα εκκλησιαστικά.
Α. ΚΟΣΜΙΚΑ
Με τον όρο κοσμικά αναφερόμαστε στο σύνολο των αντικειμένων που σχετίζονται με την καθημερινή ζωή είτε αυτά είναι χρηστικά είτε διακοσμητικά. Η χρήση τους είχε χαρακτήρα κοσμητικό, κοινωνικό, καθώς πρόβαλλε την οικονομική και κοινωνική επιφάνεια αλλά και ασφάλειας, μιας και μπορούσαν εύκολα να μεταφερθούν, να αποκρυβούν, ακόμη και να εκποιηθούν. Το πρόβλημα με τη συγκεκριμένη ομάδα εστιάζεται στη χρονολόγησή τους, καθώς στην πλειοψηφία τους δεν φέρουν κάποια επιγραφή και το μόνο στοιχείο χρονολόγησης στα περισσότερα από αυτά αποτελεί το είδος της διακόσμησης ή ακόμη και ο τρόπος κατασκευής τους.
Παρόλη την μεγάλη ποικιλία μπορούμε σε ένα γενικό πλαίσιο να προσδιορίσουμε κάποια ασημένια κοσμικά αντικείμενα που απαντώνται σταθερά στην πάροδο του χρόνου:
Δαχτυλίδια: φοριούνται από άντρες αλλά και από γυναίκες. Φέρουν χαρακτό ή ανάγλυφο διάκοσμο ενώ πολύ συχνοί είναι και οι πολύτιμοι ή ημιπολύτιμοι λίθοι.
Κιουστέκια: Ασημένιο κόσμημα της ανδρικής ενδυμασίας. Αποτελείται από σύστημα αλυσίδων και χυτά πλακίδια με ανάγλυφο ή εγχάρακτο διάκοσμο. Τα κιουστέκια είναι δύο ειδών: α) αυτά των οποίων οι αλυσίδες προσαρμόζονται στο στήθος σε σχήμα σταυρού και β) εκείνα που προσαρμόζονται στο ύψος της μέσης (ασημοζούναρο). Τα δεύτερα είναι πιο απλά και έχουν τις χυτές πλάκες στα άκρα, καθώς πίσω από αυτές βρίσκονται οι μικροί γάντζοι συγκράτησής τους.
Οικιακά σκεύη: Περιλαμβάνουν το σύνολο της οικοσυσκευής, είτε είναι χρηστικά, είτε διακοσμητικά. Μπορούμε εδώ να αναφέρουμε τα ζάρφια (ασημενιες θήκες για ποτήρια ή κύπελα), σερβίτσια, διάφορους τύπους αγγείων, τάσια, φρουτιέρες, καθρέπτες, μαχαιροπήρουνα, λάμπες κ.α.
Όπλα: Στον όρο αυτόν συμπεριλαμβάνουμε τόσο τα πυροβόλα (εμπροσθογεμή την συγκεκριμένη εποχή) όσο και τους διάφορους τύπους μαχαιριών και σπαθιών. Τα πυροβόλα όπλα έχουν τη διακόσμηση στον φέροντα οργανισμό (κοντάκι, λαβή κλπ.). Αυτή ποικίλει ανάλογα του κατόχου του όπλου και σε αρκετές περιπτώσεις είναι εξαιρετικά περίπλοκη. Στα μαχαίρια και τα σπαθιά, ο διάκοσμος υπάρχει τόσο στη λαβή και στη λεπίδα, όσο και στη θήκη. Στη λεπίδα, χρησιμοποιείται η εγχάρακτη τεχνική, αν και το σχέδιο είναι απλοποιημένο, ενώ περισσότερο προσεγμένη είναι στα υπόλοιπα μέρη.
Παλάσκες: Ασημένιες, συνήθως, ορθογώνιες θήκες για τη φύλαξη και χρήση του μπαρουτιού. Φέρουν διάκοσμο ανάγλυφο ή εγχάρακτο, συνήθως ανεικονικό.
Περιλαίμια: Βαρύτιμο κόσμημα της γυναικείας ενδυμασίας αποτελούμενο από χυτά μέρη, το οποίο στερεώνεται με δύο μικρούς γάντζους επάνω στο ύφασμα, στο ύψος και γύρω από τον λαιμό.
Πόρπη (κεμέρι): Αποτελείται από δύο τμήματα που ενώνονται στη μέση με θηλύκωμα. Το σχήμα της είναι στρόγγυλο, ωοειδές, ορθογώνιο, φυλλόσχημο ή και συνδυασμός των παραπάνω. Φέρει περίτεχνη διακόσμηση, ανάγλυφη ή συρματερή, σεντέφι εγχάρακτο, πολύτιμους λίθους και υαλόμαζα.
Σκουλαρίκια: Συνήθως είναι πολύπλοκες κατασκευές, ενώ δεν λείπουν και οι πιο απλές.
Τραχηλιά: Νυφικό κόσμημα αποτελούμενο από σειρά αλυσίδων οι οποίες έφεραν νομίσματα.
Ζώνη: Συνήθως υφασμάτινη αλλά και μεταλλική, αποτελούμενη από χυτά πλακίδια ή και συρματερά τμήματα. Τα δύο άκρα ενώνονται με πόρπη.
Φυλακτό (χαϊμαλί): Πρόκειται για θήκη διαφόρων σχημάτων εντός της οποίας υπήρχε φυλακτό και η οποία φέρονταν με μικρή αλυσίδα στον λαιμό. Ουσιαστικά αποτελούνται από ένα έλασμα, η μορφή και το σχέδιο του οποίου διαμορφώνεται.

Β. ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΑ
Με τον όρο εκκλησιαστικά αναφερόμαστε στο σύνολο των αντικειμένων που χρησιμοποιούνται από την Εκκλησία, είτε έχουν λειτουργικό χαρακτήρα είτε χρηστικό.
ʼγιο Δισκοπότηρο: Αποτελείται από τον κάλυκα, το στέλεχος και τη βάση. Δεν αποτελεί ενιαίο σκεύος αλλά τα τμήματά του είναι συνήθως βιδωτά. Ο κάλυκας πολλές φορές αποτελείται από ατόφιο ασήμι και συνήθως στηρίζεται σε υποδοχή που φέρει πλούσιο διάκοσμο. Αντίθετα, ο ίδιος δεν φέρει διάκοσμο με εξαίρεση την περιοχή του χείλους, όπου μπορεί να υπάρχει επιγραφή ή εγχάρακτη λιτή διακόσμηση. Το υπόλοιπο τμήμα με τη βάση προσφέρεται για πλούσια και ποικίλη διακόσμηση.
Αρτοφόριο: Είναι ιερό σκεύος εντός του οποίου φυλάσσεται ο προηγιασμένος ʼρτος. Συνήθως το σχήμα του είναι ναόσχημο, ενώ το μέγεθος και η διακόσμησή του ποικίλουν.
Αστερίσκος: Αποτελείται από δύο ελάσματα, σε σχήμα Π ή ημικυκλικό, που σχηματίζουν σταυρό, και τοποθετείται επάνω στο δισκάριο για να συγκρατεί το κάλυμμά του να μην αγγίζει τον ʼρτο. Θεωρείται ότι συμβολίζει το άστρο της Βηθλεέμ ενώ το δισκάριο τη Φάτνη. Η διακόσμησή του ποικίλει από απλή έως και περίτεχνη.
Δίσκος ή δισκάριο: Εντός του τοποθετείται ο ʼρτος κατά τη Θεία Λειτουργία. Η διακόσμησή του συνήθως είναι απλή. Εξάρτημά του αποτελεί και ο Αστερίσκος.
Εγκόλπιο: Φέρεται από τον Ιερέα και συνήθως έχει σχήμα κυκλικό και περίτεχνη διακόσμηση.
Εξαπτέρυγα: Χρησιμοποιούνται σε λιτανείες και σε άλλες τελετές της Εκκλησίας. Το σχήμα τους συνήθως είναι κυκλικό και παραστάσεις κοσμούν και τις δύο όψεις τους. Στο κεντρικό μετάλλιο εικονίζονται μορφές (Χριστός, Παναγία) ή και ολόκληρες παραστάσεις, οι οποίες περιβάλλονται από τα Τάγματα των Αγγέλων. Στην περίτεχνη διακόσμηση χρησιμοποιούνται διάφορες τεχνικές.
Ζέον: Μικρό αγγείο με το οποίο μεταφέρεται στον Ιερέα το «ζέον» ύδωρ για την ετοιμασία της Θείας Κοινωνίας. Η διακόσμησή του συνήθως είναι απλή.
Θυμιατήριο: Το θυμιατήριο έχει συνήθως κυκλικό σχήμα και ειδικά το σκέπαστρό του τη μορφή τρούλου ή τρουλαίου ναού. Η διακόσμησή του, έκτυπη ή ανάγλυφη είναι πολύ πλούσια.
Ιερατική πόρπη: Αποτελεί μέρος της ιερατικής ενδυμασίας κατά τη διάρκεια της Θείας Λειτουργίας αλλά και άλλων τελετών της Εκκλησίας. Αποτελείται από δύο τμήματα που ενώνονται στη μέση με θηλύκωμα. Το σχήμα της είναι στρόγγυλο, ωοειδές, ορθογώνιο, φυλλόσχημο ή και συνδυασμός των παραπάνω. Φέρει περίτεχνη διακόσμηση, ανάγλυφη ή συρματερή, σεντέφι εγχάρακτο, πολύτιμους λίθους και υαλόμαζα.
Καντήλι: Τα καντήλια αποτελούνται από ωοειδή βάση εντός της οποίας τοποθετείται το γυάλινο δοχείο. Τρεις αλυσίδες συγκρατούν το στέλεχος και ενώνονται στην απόληξή του με δίσκο, όπου υπάρχει κρίκος για την ανάρτηση σε σημείο στήριξης. Συνήθως είναι χυτά και φέρουν διάκοσμο ανάγλυφο, εγχάρακτο, διάτρητο ή και συρματερό.
Κατζίο: Είδος θυμιατηρίου που χρησιμοποιείται περισσότερο σε μονές και λιγότερο σε ενοριακούς ναούς. Το ένα τμήμα αποτελεί το θυμιατήριο, ενώ το άλλο είναι η μακρά λαβή. Επίσης, στο μέσο της λαβής υπάρχει μία ακόμα κάθετη στην προηγούμενη λαβή για τη διευκόλυνση της χρήσης του. Η λαβή είναι ουσιαστικά ένα έλασμα με διακόσμηση είτε ανεικονική είτε διαφόρων σκηνών. Στην απόληξή της είναι προσαρτημένα μικρά κουδούνια.
Λαβίδα: Συνοδεύει το Δισκοπότηρο και ουσιαστικά πρόκειται για ένα κουτάλι με μακρύ στέλεχος, στην απόληξη του οποίου συνήθως υπάρχει σταυρός. Η διακόσμησή του είναι απλή.
Λάρνακες: Αποτελεί ιδιαίτερο είδος λειψανοθήκης, εντός της οποίας φυλάσσεται το σκήνωμα του αγίου. Η ξεχωριστή σημασία της, η οποία προέρχεται από το σκοπό της κατασκευής της, οδηγεί στην περίτεχνη διακόσμησή της με σκηνές του βίου του αγίου και της κοιμήσεώς του ή του μαρτυρικού του τέλους.
Λειψανοθήκες: Κιβωτίδια – θήκες εντός των οποίων φυλάσσονται τα άγια λείψανα. Το σχέδιό τους είναι ανάλογο του αγίου λειψάνου που περιέχουν και κοσμούνται με περίτεχνο ανάγλυφο ή εγχάρακτο διάκοσμο είτε ανεικονικό είτε με απεικονίσεις των αγίων και σκηνών από το βίο τους.
Λόγχη: Ουσιαστικά πρόκειται για ένα μικρό μαχαίρι σε σχήμα λόγχης. Χρησιμοποιείται για την κοπή του ʼρτου. Η διακόσμησή του είναι λιτή και συνήθως η λαβή του απολήγει σε σταυρό.
Μανουάλια: Τα μανουάλια έχουν ύψος περίπου 1,70 μ. και τοποθετούνται εντός του κυρίως ναού. Κατασκευάζονται σφυρήλατα και χυτά και αποτελούνται από μπρούντζο ή και ασήμι.
Μυροδοχείο: Μικρό σε μέγεθος με μακρόστενο λαιμό, εντός του οποίου φυλάσσεται το ʼγιο Μύρο. Καθώς είναι συνδεδεμένο με το μυστήριο της Βαπτίσεως, συνήθως κοσμείται με την αντίστοιχη παράσταση.
Μυστρί εκκλησιαστικό: Αν και το σχήμα του είναι ίδιο με αυτό που χρησιμοποιούν οι κτίστες, ο χαρακτήρας του είναι συμβολικός, καθώς χρησιμοποιείται κατά τη θεμελίωση ναών.
«Ποδιά» Εικόνας (επένδυση): Ονομάζεται έτσι η ασημένια επένδυση μίας φορητής εικόνας, η οποία μπορεί να καλύπτει είτε ολόκληρο το εικονογραφικό θέμα εκτός από τα πρόσωπα, είτε μέρος της. Η διακόσμηση της «ποδιάς» δεν είναι ανεξάρτητη αλλά ουσιαστικά ακολουθεί ακόμη και στις λεπτομέρειες τη ζωγραφική επιφάνεια που καλύπτει.
Ραντιστήρι ή καννί: Μικρό αγγείο ωοειδούς κατά κανόνα σχήματος με κωνική απόληξη του λαιμού, που φέρει διάτρητη κεφαλή. Χρησιμοποιούνταν ως «ραντηστήρι» με ροδόνερο κατά τη διάρκεια θρησκευτικών τελετών.
Σταυροί: Οι σταυροί ανάλογα της χρήσης του χωρίζονται σε ευλογίας, Αγιασμού, λιτανείας και επιστήθιους. Οι σταυροί ευλογίας και αγιασμού μοιάζουν μεταξύ τους, και η κύρια διαφορά τους έγκειται στην ύπαρξη (αγιασμού) ή μη βάσης (ευλογίας). Οι σταυροί αυτοί αποτελούνται από ξύλο με ανάγλυφες παραστάσεις το οποίο φέρει ασημένιο πλαίσιο. Η διακόσμηση του πλαισίου είναι συνήθως πλούσια και οι τεχνικές που εφαρμόζονται ποικίλουν. Επίσης, σε πολλούς σταυρούς είναι προσαρτημένοι πολύτιμοι ή ημιπολύτιμοι λίθοι, ενώ δεν λείπουν και οι περιπτώσεις της επιχρύσωσης. Οι σταυροί λιτανείας είναι πιο μεγάλοι σε μέγεθος, στηρίζονται σε ξύλινο στέλεχος και χρησιμοποιούνται κυρίως σε λιτανείες. Τέλος, οι επιστήθιοι σταυροί αποτελούν μέρος της ένδυσης των ιερέων και διαφοροποιούνται στο μέγεθος, την διακόσμηση και την πολυτέλεια αναλόγως τους αξιώματος του φέροντος προσώπου.
Στάχωση Ευαγγελίου: Πρόκειται για την αργυρή εξωτερική επένδυση του Ευαγγελίου. Συνήθως στη μία πλευρά εικονίζεται η Εις ʼδου Κάθοδος και στην άλλη η Σταύρωση του Χριστού, ενώ στις γωνίες οι τέσσερις Ευαγγελιστές ή τα σύμβολα αυτών. Ωστόσο δεν λείπουν σταχώσεις στις οποίες εικονίζονται το Δωδεκάορτο, η Κοίμηση της Θεοτόκου και άλλες παραστάσεις, όπως η Ρίζα Ιεσσαί, ενώ συνοδεύονται και από τις μορφές Προφητών. Το είδος της στάχωσης διαφέρει ανά εποχή αλλά και είναι ανάλογο των οικονομικών δυνατοτήτων. Έτσι, λοιπόν, απαντώνται σταχώσεις αποτελούμενες από ενιαίο έλασμα ή από πλακίδια τα οποία είναι προσηλωμένα επάνω στο ευαγγέλιο. Επίσης, εκτός αυτών χρησιμοποιείται και η συρματερή τεχνική αλλά και πολύτιμοι ή ημιπολύτιμοι λίθοι.
Στέφανα Γάμου: Αποτελούνται από έλασμα επάνω στο οποίο υπάρχουν ποικίλοι συνδυασμοί διακόσμησης. Είναι ασημένια ή επίχρυσα και ανήκουν στην εκκλησία, όπου και επιστρέφονται μετά το μυστήριο του γάμου.
Τάματα: Είναι αφιερώματα πιστών τα οποία τοποθετούνται κυρίως σε φορητές εικόνες. Το θέμα τους ποικίλει και τα περισσότερα έχουν σχέση με ιάσεις και σωτηρία από κίνδυνο. Η κατασκευή τους είναι σχετικά απλή και σε μήτρα.

από εδώ: http://cultureportalweb.uoi.gr/cultureportalweb/print.php?article_id=298&lang=gr&print_mode=article



Λιθογλυπτική

Λιθογλυπτική στους Νεότερους χρόνους


Λιθανάγλυφο θύρας
1826, Σαμαρίνα, Μεγάλη Παναγιά
Στα χρόνια της Τουρκοκρατίας η γλυπτική σε πέτρα ή μάρμαρο συνέχισε τους κανόνες της βυζαντινής τέχνης και υπήρξε κατεξοχήν εκκλησιαστική. Από το 18ο αι. όμως, και κοσμικά έργα, όπως οι κρήνες, παρέχουν χαρακτηριστικά δείγματα ελληνικής λαϊκής γλυπτικής.

Ανάγλυφα στολίζουν υπέρθυρα, περιθυρώματα, φεγγίτες ή ως εντοιχισμένες πλάκες με επιγραφές. Φυτικά, εθνικά και μαγικά σύμβολα αποκτούν, εκτός από διακοσμητικό, προφυλακτικό ή αποτροπαϊκό χαρακτήρα, σε άμεση σχέση με την εκκλησιαστική τέχνη.

Επίσης, στο εσωτερικό των σπιτιών ανάγλυφα στολίζουν τα τζάκια. Η λιθογλυπτική ασκήθηκε από τους λιθοξόους - πελεκάνους, μέλη των συντεχνιών των χτιστάδων της Ηπείρου και της δυτικής Μακεδονίας που περιόδευαν στα Βαλκάνια και στην ηπειρωτική Ελλάδα.

See Also

Civilization - Αρχιτεκτονικά γλυπτά (867-1204)
Ανάγλυφες εικόνες (867-1204)
Έργα γλυπτικής (1274-1317)

από εδώ: http://www.imma.edu.gr/macher/hm/hm_main.php?el/B3.2.5.html

Μελέτη για τα ηπειρωτικά λιθόγλυπτα:

Η Ηπειρωτική Λιθογλυπτική Τέχνη στο πλαίσιο της παραδοσιακής,κυρίως, κοινωνίας αποτελεί ένα ενδιαφέρον αλλά αγνοημένο μέχρι τώρα κεφάλαιο της τοπικής έρευνας. Το παρόν βιβλίο είναι μία ειδική μελέτη που αναδεικνύει τους δημιουργούς της τέχνης αυτής, τους Ηπειρώτες πελεκάνους-μαστόρους, όσο και το έργο τους. Ειδικότερα, πρόκειται όχι μόνο για μία καταγραφή λιθόγλυπτων παραστάσεων ανά την Ήπειρο - και κυρίως το Ζαγόρι - αλλά και για μία ερμηνεία της παρουσίας τους. Περιλαμβάνει ένα πλούσιο φωτογραφικό υλικό με λιθόγλυπτες απεικονίσεις εντοιχισμένες στην εξωτερική τοιχοποιία θρησκευτικών και κοσμικών κτισμάτων. Παράλληλα διερευνάται ο συσχετισμός της καλλιτεχνικής αυτής δημιουργίας με τα κοινωνικά δεδομένα. Αναζητείται, δηλαδή, η σχέση με τις αντιλήψεις, το συναισθηματικό κόσμο, τα αισθητικά κριτήρια, τη βιοθεωρία των ανθρώπων και τα γνωρίσματα του δομημένου χώρου κατά την εκάστοτε εποχή.


Λιθόγλυπτα στη Μονή Τιμίου Σταυρού