|
|
Μπικάκη Ασπασία "Η βελόνα είναι το πινέλο μου,τα νήματα τα χρώματά μου"
Μια αυθεντική Κρήτη αποτυπωμένη ολάκερη πάνω σε πίνακες κεντημένους στο χέρι, έτσι όπως την είδαν τα μάτια της «Χανιώτισσας ναϊφ», όπως την ονόμασαν, καλλιτέχνιδας Ασπασίας Μπικάκη, που γεννήθηκε στο Σφακοπηγάδι Κισσάμου: «Ανακάλυψα από πολύ νωρίς ότι διέθετα μια απίστευτη ικανότητα να ζωγραφίζω με τα κάρβουνα το κάθε τι που έβλεπα. Εκτός από αυτό όμως ήμουν και πολύ καλή μαθήτρια κι οι δάσκαλοι παρότρυναν τους γονείς μου να μη σταματήσω στο Δημοτικό αλλά να συνεχίσω και στο Γυμνάσιο. Δυστυχώς οι συνθήκες ήταν δύσκολες κι όπως όριζαν οι νόμοι του τότε, αφού είχα δυο αγόρια αδέλφια, εκείνα ήταν που είχαν την προτεραιότητα στις σπουδές κι όχι εγώ, το θηλυκό. Δεν το έβαλα όμως κάτω κι άρχισα με έναν δικό μου εντελώς τρόπο να ενημερώνομαι για όλα όσα τα άλλα παιδιά μάθαιναν πηγαίνοντας στο σχολειό. Με ενδιέφερε και φρόντιζα όχι απλώς να μαθαίνω επιφανειακά αλλά να καταγράφω στο μυαλό μου το κάθε τι: από τα παλιά σπίτια που ήταν σκεπασμένα με ένα χώμα που λέγονταν κομόλιθορος, από το επάγγελμα που έκανε ο παππούς, από το πώς έπιανε το αλέτρι του και πως έλεγαν τα εργαλεία του, από το πάτημα των σταφυλιών, από τους τρόπους που γίνονταν οι γάμοι, διαφορετικά σε κάθε περιοχή - διαφορετικά στα Χανιά, διαφορετικά στα Σφακιά και διαφορετικά στο Ηράκλειο - τα πάντα σας λέω με ενδιέφεραν… Με έστελναν στα πρόβατα κι εγώ, αν έπαιρνε κάτι το μάτι μου, σήκωνα τις πέτρες για να δω τι είναι από κάτω και να εξερευνήσω τη φύση. Γύριζα συνεχώς σπίτι μου με τα χέρια γεμάτα λουλούδια γιατί ήθελα να ξέρω τι είναι αυτό, τι είναι εκείνο, πως το λένε, πότε ανθίζει… Έτσι ήμουν πολύ μικρή κι ήξερα κιόλας το κάθε τι που γεννά η κρητική φύση, από τις σφακομηλιές, τους ασπάλαθους, τις αδραμιθιές, τους αθάνατους, τους πρίνους… οτιδήποτε με δυο λόγια μπορεί να βάλλει ο νους σας καταγράφτηκε τότε στα μάτια ενός κοριτσιού που ακόμα καλά-καλά δεν είχε πατήσει τα δώδεκα».
Η ασίγαστη όμως φιλομάθεια, ανησυχία και περιέργεια της Ασπασίας Μπικάκη, εκτός από την φύση την τραβούσε συνεχώς και κοντά σε μεγαλύτερους ανθρώπους, γεγονός που δεν άργησε να παρουσιάσει τα θετικά και καθοριστικά για την υπόλοιπη ζωή της, αποτελέσματα: «Δεν μου άρεσε σαν παιδί να πηγαίνω πουθενά αλλού εκτός από το να βρίσκομαι κοντά στις γιαγιάδες, με τραβούσε η περηφάνια τούτων των γυναικών, τα σπίτια τους, τα κάδρα που έβλεπα στους τοίχους, τα κεντημένα «καλωσήλθατε»… Και τις ρωτούσα συνεχώς για το κάθε τι. Κάπως έτσι λοιπόν ξεκίνησα να μαθαίνω κέντημα και σε ηλικία δεκατριών χρονών τα ήξερα ήδη όλα, κοφτά, αζούρια, όλα! Τότε μάλιστα δεν υπήρχαν μηχανές, σπάνια να έβρισκες μια χειροκίνητη και θυμάμαι πως όταν για πρώτη φορά με έβαλαν να καθίσω σε μια από αυτές τις χειροκίνητες μηχανές, ήμουν τόσο μικρή που τα πόδια μου δεν έφταναν στο πάτωμα και μου έφεραν ένα κουτσουράκι για να τα ακουμπήσω. Από εκεί με ανακάλυψαν και όταν η Singer δημιούργησε τη πρώτη σχολή κεντήματος στο χωριό για να μαθαίνουν τα κορίτσια να κάνουν ότι ως τότε έκαναν οι γιαγιάδες μας, μου πρότειναν να διδάξω εγώ και τότε ήμουν μόλις δεκατεσσάρων χρονών. Λίγο αργότερα μου πρότειναν να διδάξω και στο Καστέλι, στην Οικοκυρική Σχολή του Μεγάλου Ειρηναίου που ήταν τριετούς φοιτήσεως και όντως το έκανα αφιλοκερδώς για το χατίρι του. Στη συνέχεια όμως άρχισαν να με ζητάνε και σε άλλα χωριά όπως στην Παλιόχωρα, στη Κάνδανο και στα Τεμένια κι εγώ συνέχισα να ανταποκρίνομαι έως και το 1973 που έφυγε ο Δεσπότης στη Γερμανία κι αποφάσισα μαζί με τη γνωστή λαογράφο κ. Σταθάκη να στήσω ένα πολύ μικρό εργαστήρι με στόχο την συλλογή της παράδοσης.
Η αυθεντική και όχι εμπορευματοποιημένη παράδοση έχει απαιτήσεις κι όπως λέει η Ασπασία Μπικάκη οι στόχοι της ανέκαθεν σκόπευαν στον «πρωταθλητισμό» της παράδοσης που λάτρεψε: «Αν όλα όσα έχω κάνει τα έκανα με τη ζωγραφική ή με το απλό, το κλασικό κέντημα, όπως είναι το κομπλέν, η σταυροβελονιά, το ανεβατό, η βυζαντινή βελονιά κι όλα τα υπόλοιπα, θα ήταν για μένα κάτι εύκολο, σαν παιδική χειροτεχνία. Ασχολήθηκα όμως με το συγκεκριμένο είδος κεντήματος το οποίο πρέπει να σας πω ότι είναι όλες μαζί οι παραδοσιακές μας βελονιές, ούτως ώστε να έχουν αυτή την απόδοση παρουσιάζοντας το ανάγλυφο και τη σκιά εκεί που τα θέλω. Είναι μια τεχνική μ’ άλλα λόγια που για να την ανακαλύψω πειραματιζόμουν πολλά χρόνια, επειδή ήθελα πάση θυσία να παραμείνουν στο πέρασμα των αιώνων οι εικόνες του τόπου μας έτσι όπως καταγράφτηκαν στο δικό μου το μυαλό όταν ήμουν παιδί. Δεν θα ήθελα με τίποτα να εξαφανιστούν στο πέρασμα του χρόνου και η ζωγραφική ξέρετε πολλές φορές γίνεται ευάλωτη σε διάφορες καιρικές συνθήκες. Αυτό όμως που βλέπετε είναι αήττητο, δεν υπάρχει περίπτωση ποτέ και με τίποτα να επηρεαστεί από οτιδήποτε, όσο σκληρά κι αν του φερθεί ο χρόνος γι΄αυτό κιόλας το λάθος εδώ είναι ασυγχώρητο. Ούτε διορθώνεται ούτε ξηλώνεται… Δεν με πειράζει όμως, προκειμένου να καταχωρήσω και να αφήσω πίσω την παράδοση μας ανόθευτη, δεν με πειράζει τίποτα. Μπορεί ας πούμε να δουλεύω ένα έργο για τρία, για τέσσερα, για πέντε χρόνια και να εξακολουθώ να το δουλεύω αγόγγυστα αρκεί να αποτυπώσω εκείνο που πολύ πριν αποτυπωθεί πάνω στο πανί έχει αποτυπωθεί μέσα στο δικό μου το μυαλό. Γιατί αυτός είναι και ο τρόπος που δουλεύω εγώ. Πως ας πούμε ο άλλος κρατά τη φωτογραφική του μηχανή, πηγαίνει μια βόλτα και αποτυπώνει το θέμα που φωτογράφισε μέσα στο φιλμ; Εμένα το δικό μου το θέμα πολύ πριν ξεκινήσω να το μεταφέρω στο πανί έχει ήδη αποτυπωθεί μέσα στο μυαλό μου, είναι ήδη τελειωμένο. Δεν ξέρω πως γίνεται, αλλά ειλικρινά όταν δουλεύω αισθάνομαι σαν κάποιος μου κατευθύνει το χέρι και το μυαλό μου… Κι αυτό, το ότι δηλαδή τα έργα μου δεν είναι αντιγραφή από πουθενά αλλά κάτι που ούτε κι εγώ ξέρω πως αναβλύζει από μέσα μου, είναι και ο λόγος που το Υπουργείο Πολιτισμού μετά από ενδελεχείς έρευνες και μελέτες τα έκρινε μουσειακά δίνοντας μου μάλιστα και copyright ούτως ώστε να μη μπορούν να αντιγραφτούν, και κατ’ επέκταση να κακοποιηθούν, από κανέναν».
ΡΙΚΗ ΜΑΤΑΛΛΙΩΤΑΚΗ
Αποκλειστική συνέντευξη και παρουσίαση στο τεύχος νο 88 των ΣΤΙΓΜΩΝ)
90Χ60 cm Ιδιωτική συλλογή, Ξάνθη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου